Στα 110 ευρώ ανέρχονται οι απώλειες εσόδων ανά κάτοικο στην ΕΕ, ενώ οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν υπολογίζονται στις 467.835, όπως προκύπτει από τη νέα μελέτη για τα Δικαιώματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΔΔΙ) του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, η οποία δημοσιοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2019. Οι ζημιές φθάνουν ετησίως στα 56 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 7,4% των πωλήσεων στους συγκεκριμένους κλάδους. Αναλυτικότερα, οι πέντε κλάδοι με τις μεγαλύτερες απώλειες πωλήσεων στην ΕΕ είναι τα είδη ένδυσης με απώλειες 28,4 δισ. ευρώ και ποσοστό 9,7% των συνολικών πωλήσεων. Στα φάρμακα οι απώλειες ανέρχονται στα 9,6 δισ. ευρώ και ποσοστό 3,9% της παραγωγής. Επίσης, στα καλλυντικά με απώλειες 7 δισ. ευρώ και ποσοστό 10,6%. Επιπλέον, στα έξυπνα τηλέφωνα οι απώλειες ανέρχονται στα 4,2 δισ. ευρώ και ποσοστό 8,3%. Και τέλος, στα κρασιά και αλκοολούχα ποτά με απώλειες 2,4 δισ. ευρώ και ποσοστό 5,9% της παραγωγής.
Η συνολική συμβολή των κλάδων που συνδέονται άμεσα με τα ΔΔΙ στην οικονομία της ΕΕ αντιπροσωπεύει περίπου το 42% του ΑΕΠ, δηλαδή 5,7 τρισ. ευρώ, και το 28% της απασχόλησης. Καθώς, επίσης, και το 10% των έμμεσων αποτελεσμάτων που προκύπτουν για την απασχόληση σε κλάδους που δεν συνδέονται άμεσα με τα ΔΔΙ. Οι κλάδοι αυτοί παράγουν, επίσης, εμπορικό πλεόνασμα ύψους περίπου 96 δισ. ευρώ παγκοσμίως, και οι μισθοί που καταβάλλονται στους εργαζομένους τους είναι κατά 46% υψηλότεροι σε σύγκριση με άλλους κλάδους.
Συγκριτικά με το 2018, φέτος το ποσό των απωλειών σε πωλήσεις μειώθηκε σε επίπεδο ΕΕ σε όλους τους εν λόγω τομείς, εκτός από δύο. Πρώτον, στα ενδύματα, συμπληρώματα (αξεσουάρ) και υποδήματα. Και δεύτερον, στα καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης.
Ένδυση, υπόδηση και αξεσουάρ
Ο τομέας της ένδυσης, της υπόδησης και των συμπληρωμάτων (αξεσουάρ) είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους τομείς που μελετήθηκαν ως προς τον όγκο των πωλήσεων και την απασχόληση. Οι απώλειες σε πωλήσεις ανέρχονται σε 28,4 δισ. ευρώ ετησίως σε ολόκληρη την ΕΕ, με ποσοστό 9,7% του συνόλου των πωλήσεων.
Καλλυντικά
Στον τομέα των καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης, η παρουσία προϊόντων απομίμησης στην αγορά οδηγεί σε απώλεια 7 δισ. ευρώ ετησίως στην ΕΕ. Αυτό ισοδυναμεί με το 10,6% του συνόλου των πωλήσεων στον συγκεκριμένο τομέα.
Διεθνώς
Σε παγκόσμιο επίπεδο οι εκτιμήσεις για την παραβίαση των ΔΔΙ στο διεθνές εμπόριο το 2016 υπολογίζεται ότι αγγίζουν έως και το 3,3% του παγκόσμιου εμπορίου. Έως και 6,8% των εισαγωγών της ΕΕ, δηλαδή 121 δισ. ευρώ ετησίως, είναι προϊόντα απομίμησης. Τα στοιχεία αυτά είναι υψηλότερα, γεγονός που υποδεικνύει ότι το πρόβλημα έχει οξυνθεί πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια.
O ρόλος της τεχνολογίας
Η χρήση του διαδικτύου διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα επιχειρηματικά μοντέλα, τα οποία χρησιμοποιούν οι απομιμητές για τη διανομή των προϊόντων τους και την προώθηση της διανομής και κατανάλωσης παράνομου ψηφιακού περιεχομένου. Σε ιστοσελίδες πωλούνται προϊόντα απομίμησης, οι οποίες επωφελούνται από πρόσθετα διαφημιστικά έσοδα, τα οποία προέρχονται από διαφημίσεις «υψηλού κινδύνου». Δηλαδή πρόκειται για προϊόντα και υπηρεσίες για ενήλικες, παιχνίδια και κακόβουλο λογισμικό. Επίσης, επωφελούνται και από νόμιμες επώνυμες εταιρείες, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο πλήττονται διπλά από τη διαφήμιση σε τέτοιου είδους ιστοσελίδες. Η ζημιά είναι για την ίδια την εμπορική επωνυμία τους και παροχή αξιοπιστίας στον δικτυακό τόπο που υπάρχουν οι διαφημίσεις.
Europol
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι παραβιάσεις των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας αποτελούν σημαντική πηγή εισοδήματος για τις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Η προστασία των δικαιωμάτων αυτών διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της ΕΕ. Η απομίμηση προϊόντων είναι μια διαρκής πρόκληση, καθώς οι σχετικές δραστηριότητες ελέγχονται συχνά από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, οι οποίες επωφελούνται οικονομικά. Αναμφισβήτητα, το έργο των τελωνειακών αρχών στα εξωτερικά σύνορα αναφορικά με την κατάσχεση απομιμητικών εμπορευμάτων, συνεχίζει να είναι πολύ σημαντικό, παρόλο που μπορούν να καταπολεμήσουν σχετικά μικρό ποσοστό των συνολικών προϊόντων απομίμησης που εισάγονται στην ΕΕ ετησίως.