Συχνά έντυπα, ηλεκτρονικά και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης παραβιάζουν τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, καταπατώντας συγκεκριμένα άρθρα του Κώδικα, για λόγους εμπορικούς και πολιτικούς. Αναλυτικότερα, εκμεταλλεύονται τις γνωστές τρεις λέξεις, οι οποίες, δυστυχώς, πουλούν: Αίμα. Σπέρμα. Στέμμα. Είτε διότι πρόκειται για μια δολοφονία με φανερή την αιμορραγία, είτε για μια αγκαλιά ενός ζευγαριού που έχει ερωτική σχέση, είτε για πολιτική ανάμειξη με τους πολιτικούς αξιωματούχους, δηλαδή βρίσκει αφορμή να θίξει πολιτικές, όπως τον φασισμό.
Ειδικότερα, πολλές φορές από την πλευρά του θύματος παραβιάζονται τα εξής άρθρα του Κώδικα:
Το άρθρο για την ιδιωτική ζωή. Όταν οι δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν την ερωτική σχέση μεταξύ των εικονιζόμενων, αφού θίγουν την προσωπική ζωή χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Σύμφωνα με τον Κώδικα, «η υπόληψη και η ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου τυγχάνουν σεβασμού και δεν αποκαλύπτονται στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα. Παρεμβάσεις και έρευνες στην ιδιωτική ζωή προσώπων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, περιλαμβανομένης της λήψης φωτογραφιών προσώπων ή και κινηματογράφησης ή μαγνητοφώνησης ήχων χωρίς τη γνώση ή συγκατάθεσής τους – εκτός εάν εμπλέκονται σε γεγονότα ή καταστάσεις που συνιστούν είδηση γενικότερου ενδιαφέροντος- σε ιδιωτική περιουσία ή και αλλού, καθώς και η εξασφάλιση πληροφοριών με μηχανισμούς υποκλοπής ή μακράς φωτογράφησης είναι γενικά απαράδεκτες, η δε δημοσιοποίησή τους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον».
Το άρθρο για το πένθος και τη θλίψη. Οι δημοσιογράφοι συχνά παραβιάζουν στο μέγιστο βαθμό το δικαίωμα για πένθος και θλίψη, χωρίς διακριτικότητα, αλλά αντίθετα οξύνοντας τον ανθρώπινο πόνο. Σύμφωνα με τον Κώδικα, «σε περίπτωση πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού επιβάλλεται στο μέγιστο βαθμό προσέγγιση που να τη χαρακτηρίζει διακριτικότητα και συμπάθεια και αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που είναι δυνατό να οξύνει τον ανθρώπινο πόνο. Τα ΜΜΕ δέον όπως αποφεύγουν τη δημοσίευση/μετάδοση εικόνων που παρουσιάζουν άτομα υπό συνθήκες πένθους, θλίψης ή ψυχικού κλονισμού και όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δημοσίευση/μετάδοση τέτοιων εικόνων δικαιολογείται από τις περιστάσεις, χειρίζονται το θέμα με ιδιαίτερη προσοχή».
Όμως και από την πλευρά του δράστη παραβιάζονται τα εξής άρθρα του Κώδικα:
Το άρθρο για το τεκμήριο της αθωότητας. Οι δημοσιογράφοι πρέπει «να σέβονται το ότι ο ύποπτος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου κατόπιν νόμιμης διαδικασίας και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν ό, τι το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορουμένου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει», όπως προτείνει ο Κώδικας.
Το άρθρο για το δικαίωμα στην απάντηση. Ο δημοσιογράφος πρέπει να δώσει την ευκαιρία στον δράστη να επιλέξει αν θέλει να απαντήσει στις κατηγορίες που του προσάπτουν εναντίον του. Σύμφωνα με τον Κώδικα, «τα Μ.Μ.Ε. παρέχουν στους επηρεαζομένους, στην κατάλληλη περίπτωση και ιδιαιτέρως όταν έχουν υποστεί επίθεση, την ευκαιρία να απαντήσουν, και εν πάση περιπτώσει μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν θα απέχει χρονικά από το δημοσίευμα ή τη μετάδοση τόσο, ώστε το δικαίωμα απάντησης να καθίσταται άνευ αντικειμένου».
Το να θέλω να θίξω τον φασισμό, δεν μου δίνει το δικαίωμα ως δημοσιογράφο να εκμεταλλεύομαι τον ανθρώπινο πόνο σε μια στιγμή αδυναμίας έγκρισης συμμετοχής των εμπλεκόμενων (τραυματισμός) και να τρομοκρατώ το κοινό, το οποίο θα δει το πρωτοσέλιδο του περιοδικού. Διότι με αυτόν τον τρόπο δημιουργώ συναισθήματα φόβου και πανικού, τα οποία δυστυχώς είναι πρόσκαιρα. Αν θέλω να θίξω το πρόβλημα του φασισμού και τους κινδύνους τους οποίους ενέχει, θα πρέπει ως δημοσιογράφος να κάνω μια επαγγελματική έρευνα με ένα δημοσιογραφικό κείμενο, το οποίο θα περιέχει στοιχεία όπως κριτική, ευαισθητοποίηση κοινού και άσκηση πίεσης. Όχι οίκτο.