Τον 19ο αιώνα η σχέση του Τύπου με τη λογοτεχνία ήταν αλληλοτροφοδοτούμενη. Οι εφημερίδες και η λογοτεχνία αναπτύσσονταν παράλληλα στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Οι άνθρωποι, οι οποίοι έγραφαν στις εφημερίδες ήταν λογοτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων. Παρόλο που ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί η φυσιογνωμία του Τύπου, οι εφημερίδες της εποχής συνέβαλαν στη λογοτεχνική εξέλιξη, όπως ήταν οι νουβέλες, τα μυθιστορήματα ή τα διηγήματα.
Η εποχή
Οι εφημερίδες τον 19ο αιώνα γράφονταν και διαβάζονταν από εμπόρους, λογίους, ποιητές, πεζογράφους. Εκδότες ήταν οι εύποροι έμποροι των παροικιών, όπως στη Βιέννη ή στο Παρίσι. Μέσα από αυτή τη διαδικασία της έκδοσης των εφημερίδων, γινόταν η θεμελίωση και η παγίωση της εθνικής ελληνικής ταυτότητας. Μάλιστα την εποχή αυτή οι συντάκτες των εφημερίδων αποκαλούνταν δημοσιολόγοι, αντί δημοσιογράφοι όπως λέγονται σήμερα. Επικρατούσε μία διασύνδεση της πολιτικής, του εμπορίου και της φιλολογίας, η οποία φαίνεται μέσα από τους υπότιτλους των εφημερίδων. Η φιλολογία ήταν η πληροφόρηση, η εγκυκλοπαίδεια, η οποία ασχολούνταν με τον Διαφωτισμό. Γίνονταν αναφορές στον Ρήγα, στον Κοραή, τον Βολταίρο, τον Μοντεσκιέ, σε πρόσωπα ορόσημα του Διαφωτισμού. Για παράδειγμα, το 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης μίλησε για τη Μεγάλη Ιδέα, όπου ενσωματώθηκε στο λεξιλόγιο ο όρος αλυτρωτισμός. Εκφράστηκε δηλαδή η επιθυμία να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό της Ελλάδας, οι περιοχές με ελληνόφωνους υπό τον Οθωμανικό ζυγό, παρά τις διαφωνίες μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων.
Οι συνθήκες
Συνεπώς ο Τύπος τον 19ο αιώνα είχε άμεση σχέση με τις αξίες, τις οποίες πρέσβευε ο Διαφωτισμός, αλλά και με τη λογοκρισία που επικρατούσε την περίοδο αυτή και δυστυχώς ισχύει και στις μέρες μας. Υπήρχε βαθιά σχέση με την πολιτική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η λογοκρισία και οι διώξεις. Οι δημοσιογράφοι ήταν άνθρωποι των γραμμάτων με πολιτική ανάμειξη, όπως συμβαίνει και σήμερα. Τι ρόλο έπαιζαν οι εφημερίδες στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα; Τα μυθιστορήματα και διηγήματα της εποχής δημοσιεύονταν σε συνέχειες στις εφημερίδες.
Η ποιότητα
Πρωτεργάτες του Τύπου ήταν οι λόγιοι. Και επίσης τις διάβαζαν πάλι άνθρωποι των γραμμάτων. Οι εφημερίδες και η λογοτεχνία, όπως προαναφέραμε, συντέλεσαν στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Άρχισαν να εμφανίζονται νέα λογοτεχνικά είδη, όπως είναι το ληστρικό μυθιστόρημα, λαϊκά, ερωτικά θέματα ή ο ρομαντισμός ως μαχητικό κίνημα. Από τους υπότιτλους των εφημερίδων φαινόταν ότι υπήρχε διασύνδεση μεταξύ πολιτικής, εμπορίου κα φιλολογίας. Για παράδειγμα, ο υπότιτλος της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ήλιος», των συντακτών, αδελφών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου ήταν «Πολιτική, Φιλολογική και Εμπορική». Τα τυπογραφεία της εποχής αυτής στην Ελλάδα βρίσκονταν στην Καλαμάτα, το Ναύπλιο, την Αθήνα και τη Σύρο, η οποία είχε μεγάλη ανάπτυξη λόγω του εμπορικού λιμανιού που διέθετε.
Νέα λογοτεχνικά είδη
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι και το χρονογράφημα δημιουργήθηκε μέσα από τις εφημερίδες, το οποίο αναδύθηκε επίσης ως νέο λογοτεχνικό είδος. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο οποίος ήταν Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ελλάδας έγραψε συνολικά περίπου 6.000 χρονογραφήματα. Ξεκίνησε από την πρώτη ελληνική εφημερίδα «Εφημερίς» του Δημήτρη Κορομηλά και συνέχισε στην εφημερίδα «Εμπρός», στην οποία έγραφε χρονογραφήματα καθημερινά, σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Δηλαδή σχολίαζε ως λογοτέχνης διάφορες πτυχές της ζωής, τις οποίες δεν έγραφε η ιστορία, κάτι που πλέον δεν το κάνουν οι λογοτέχνες. Ορισμένα χαρακτηριστικά του χρονογραφήματος της εποχής ήταν η ειρωνεία, η σάτιρα και η κοινωνική κριτική. Εξέφραζε ξεκάθαρη θέση, αναφερόταν σε γνωστά γεγονότα χωρίς να χρειάζεται να δώσει λεπτομέρειες, αναδείκνυε τις παθογένειες της κοινωνίας, ξεκινώντας από μία αφορμή της επικαιρότητας.
Επιπλέον, τον 19ο αιώνα η επιφυλλίδα, απέκτησε μια καινούργια έννοια, η οποία σχετίζεται με την εφημερίδα και τα περιοδικά. Ειδικά στη Γαλλία είχε άμεση επιτυχία κάνοντας ευρέως διάσημους τους λογοτέχνες, αφού ο κόσμος αγόραζε τις εφημερίδες, οι οποίες ήταν φιλολογικού περιεχομένου. Ο Κωνσταντίνος Πωπ ήταν ο πρώτος που έγραψε επιφυλλίδα στην Ελλάδα. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι πρώτες επιφυλλίδες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα μεταφράστηκαν από ξένα έργα.
Επιπρόσθετα, το μυθιστόρημα, το οποίο διαφέρει από τις επιφυλλίδες, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και αυτό με μεγάλη επιτυχία, αφού είχε πλοκή, περιπέτεια και δράση. Συγκεκριμένα, το 1835-1850 υπήρξε η χρυσή εποχή, μία μεγάλη άνθηση. Πλέον ο Τύπος απέκτησε λαϊκό χαρακτήρα και διαδραμάτιζε καίριο λόγο στη διάδοση της λογοτεχνίας. Απέκτησε μια δημοκρατική τροπή, αφού όλοι σχεδόν διάβαζαν μυθιστόρημα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής ήταν ότι το μυθιστόρημα απέκτησε το κίτρινο στοιχείο του Τύπου, το άσεμνο, στο οποίο αντιδρούσε η Εκκλησία, διότι θεωρούσε ότι θίγονταν οι αξίες των ανθρώπων.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τέλη του 19ου αιώνα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραφε στην καθαρεύουσα επιφυλλίδες και μυθιστορήματα σε συνέχειες στις εφημερίδες. Ήταν συντάκτης, μεταφραστής και συγγραφέας πρωτότυπων έργων, όπως και ο Κονδυλάκης. Ειδικότερα, ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε τα μυθιστορήματα από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες. Την εποχή αυτή ο Παπαδιαμάντης ήταν άσημος και κακοπληρωμένος, κάτι που παρατηρείται και στους σύγχρονους δημοσιογράφους των έντυπων μέσων, οι οποίοι δεν γίνονται ευρύτερα γνωστοί στο κοινό και αμείβονται με χαμηλό μισθό, αλλά με μεγάλο φόρτο εργασίας. Στη συνέχεια αυξήθηκε η κυκλοφορία των εφημερίδων, και πλέον ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος αμείβονταν με 500 δραχμές μισθό, έγραφε στην καθημερινή εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος ως έμπειρος δημοσιογράφος τον εντόπισε και τον ενθάρρυνε να γράφει όλο και περισσότερο. Ξεκίνησε ως συγγραφέας από οικονομική ανάγκη για βιοπορισμό. Από το 1880 και μετά, ο Παπαδιαμάντης άρχισε την καριέρα του και πλέον είχε και βοηθό στην εφημερίδα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι παρόλο που ο Παπαδιαμάντης δεν υπέγραφε τις μεταφράσεις που έκανε, τον αναγνωρίζουμε από τον τρόπο γραφής του. Στοιχείο, το οποίο πρέπει όλοι οι δημοσιογράφοι να καταφέρουμε να πετύχουμε. Να έχουμε δηλαδή καλή πένα, όπως λέει και η γνωστή φράση προς τιμήν των καλών δημοσιογράφων, και να μπορεί να μας ξεχωρίσει το κοινό από τον χαρακτηριστικό τρόπο γραφής μας, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να το επιβεβαιώσει από την υπογραφή μας ως συντάκτες του δημοσιογραφικού κειμένου. Όμως, ο Γαβριηλίδης εξέδιδε τα βιβλία του Παπαδιαμάντη (εκδόσεις Ακρόπολις) σε φτηνό χαρτί και εξευτελιστική τιμή. Ο Παπαδιαμάντης διέθετε στον τρόπο γραφής του έναν εκφραστικό πλούτο από εκκλησιαστικά και αρχαία κείμενα, διότι ήταν υιός ιερέα και είχε φοιτήσει στην Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας.
Ταπεινός λόγιος
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας νέου τύπου λόγιος. Δεν είχε χρηματοδότηση για τις σπουδές του. Συνεπώς ήταν πιο κοντά στον κόσμο. Την εποχή αυτή υπήρχε πλέον αλφαβητισμός, αλλά κυριαρχούσε ο καπιταλισμός. Για αυτό το λόγο προσαρμόζονταν στους κανόνες της αγοράς, υποβάλλοντας τον λογοτέχνη στους νόμους της αγοράς τέλη του 19ου αιώνα και όχι σε φιλοσοφικά δοκίμια. Μάλιστα η εφημερίδα του έδωσε την ώθηση για να γίνει γνωστός συγγραφέας, αφού δεν μετείχε σε διαγωνισμούς, δεν έκανε αφιερώσεις και παρουσιάσεις βιβλίων. Ο Παπαδιαμάντης όπως είπαμε έκανε μεταφράσεις και βιοπορίζονταν από τη συγγραφή. Το αναγνωστικό κοινό ήταν αστικό, το οποίο προέρχονταν από την επαρχία και δεν είχε χάσει το επαρχιακό του στοιχείο. Ο Παπαδιαμάντης παρουσίαζε τον απλό, αγροτικό κόσμο προς το αστικό, ευρωπαϊκό κοινό. Αναγκάζονταν να γράφει καθημερινά στην εφημερίδα, με αποτέλεσμα να μην είναι ποιοτικά όλα τα διηγήματά του. Βέβαια, ένα από τα γνωστότερα είναι η «Φόνισσα», το οποίο είναι «παιδί» του Τύπου, μέσα από τη σχέση του με τη λογοτεχνία. Δημοσιεύτηκε το 1903 στο φιλολογικό, και όχι οικογενειακό, περιοδικό «Παναθήναια» και θεωρείται νουβέλα μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος σε συνέχειες. Επειδή απευθυνόταν σε συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, το οποίο ενδιαφέρονταν για τα μυθιστορήματα, δεν μπορούσε να δημοσιευτεί σε εφημερίδα. Η μετάφραση του έργου «Έγκλημα και τιμωρία», ήταν η αιτία για να γράψει και να συνθέσει τη «Φόνισσα». Ξεκίνησε δειλά με επικαιρικά θέματα και μετά έγραφε μυθιστορήματα. Αναμφίβολα, η εφημερίδα του έδωσε την ευκαιρία να γράψει, να αποκτήσει αναγνωστικό κοινό και δημοσιότητα. Η συγγραφή του Παπαδιαμάντη, έδωσε την αλλαγή. Έγραφε κατανοητά έργα, τα οποία ήταν επικαιρικά, δηλαδή γράφονταν για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Επίσης, έγραφε λογοτεχνικές επιφυλλίδες και έκανε τη μετάβαση από το μυθιστόρημα στο διήγημα. Μετά το μυθιστόρημα «Η γυφτοπούλα», η οποία δημοσιεύτηκε σε συνέχειες επτά μηνών στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη, οι συνθήκες εργασίας άρχισαν να γίνονται πιο οργανωμένες. Για παράδειγμα στην εφημερίδα «Ακρόπολις» υπήρχε πλέον ειδίκευση συντακτών και επαγγελματικό προφίλ, ενώ άρχισε να αμείβεται για τα διηγήματα και τις μεταφράσεις του ανά κομμάτι και με καλύτερο μισθό. Η εφημερίδα του καλλιέργησε τον αφαιρετικό τρόπο γραφής με όριο λέξεων, πυκνότητα, λιτότητα, ειρωνεία. Δημιούργησε μια ανθρωπογεωγραφία, δηλαδή παρουσίαζε ανθρώπινους τύπους που κατοικούσαν σε συγκεκριμένους τόπους. Με την εικόνα παρουσίαζε μια συσσώρευση πληροφοριών.
Η συμβολή του Τύπου
Αναμφίβολα, ο Τύπος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας, όπως ήταν η εξέλιξη νέων λογοτεχνικών ειδών μέσα από τις εφημερίδες. Το διήγημα και το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη υπήρξαν μερικά από τα νέα λογοτεχνικά είδη, τα οποία συνέβαλαν στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου. Συγκεκριμένα, το περιοδικό «Εστία» του Γεώργιου Δροσίνη, τη δεκαετία του 1880 ήταν κύριος εκφραστής στη διεκδίκηση της ταυτότητας της πεζογραφίας, στην οποία συνέβαλε με τα έργα του και ο Παπαδιαμάντης. Αναλυτικότερα, το 1883 υπήρχε η μεγαλύτερη ποικιλία λογοτεχνικών έργων, όπως τα μυθιστορήματα, τα οποία μεταφράζονταν από τη γαλλική γλώσσα. Το 1883 υπήρξε έτος σταθμός, μεταίχμιο για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιατί το περιοδικό «Εστία» προκήρυξε διαγωνισμό διηγήματος με χρηματικό έπαθλο. Αποτέλεσμα ήταν να πυροδοτήσει αφθονία μυθιστορημάτων και να ανοίξουν νέοι λογοτεχνικοί δρόμοι, όπου το παλιό έδωσε τη θέση στο καινούργιο και έγινε μια στροφή από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα γραφής. Το περιοδικό «Εστία» ήταν υπεύθυνο για την καλλιέργεια του διηγήματος, επιτυγχάνοντας να σταματήσουν οι μεταφράσεις ξένων συγγραφέων και να γίνονται νέα έργα στην ελληνική γλώσσα. Χωρίς τον Τύπο δεν θα υπήρχε εξέλιξη, αφού τον 19ο αιώνα τα περιοδικά καθιέρωσαν τη δημοτική γλώσσα. Συνεπώς, ο ρόλος του Τύπου στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας ήταν καθοριστικός μέσα από τα νέα λογοτεχνικά είδη, δηλαδή το διήγημα, το μυθιστόρημα, το χρονογράφημα και τη σατυρική ποίηση.
Οι σημερινές εφημερίδες
Η λογοτεχνία εισήλθε στις εφημερίδες και δημιούργησε πνευματική ζύμωση, η οποία ζύμωση δεν είναι εφικτή σήμερα στις εφημερίδες. Η εποχή, οι συνθήκες και η ποιότητα της συγγραφής των έργων του Παπαδιαμάντη, δεν συγκρίνονται με την παροχή εργασίας των δημοσιογράφων του 2020. Χωρίς να θέλουμε να θίξουμε τους επαγγελματίες δημοσιογράφους και να υποβιβάσουμε τη δουλειά τους, ειδικά σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση που βρίσκονται τα έντυπα μέσα, λόγω κορωνοϊού. Η κρίση στις εφημερίδες υπήρχε τα τελευταία χρόνια, όμως η πανδημία απειλεί τη βιωσιμότητά τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλούν για το γεγονός ότι οι εφημερίδες οδεύουν προς το νεκροταφείο. Στο άκουσμα αυτής της φράσης οι δημοσιογράφοι του Τύπου αντιδρούν έντονα. Είτε από θυμό, είτε από φόβο ενός οριστικού λουκέτου.
Ας επικεντρωθούμε όμως στο παρόν. Αυτή τη στιγμή οι περισσότερες εφημερίδες έχουν ενταχθεί στο σχέδιο στήριξης της κυβέρνησης για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Οι μειώσεις των μισθών των δημοσιογράφων έφθασαν στο 65% της αρχικής αμοιβής τους. Δηλαδή σχεδόν στα μισά χρήματα. Επίσης, λόγω του κορωνοϊού οι διαφημίσεις, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες, έπεσαν στο 70%, ενώ οι πωλήσεις τους στο 50%. Οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων έχουν μειωθεί και όσοι παρέμειναν καλούνται με χαμηλό μισθό να καλύψουν όσο το δυνατό περισσότερες υποχρεώσεις, όπως σύνταξη κειμένου, διόρθωση ύλης, σελίδωση, ανάρτηση στο διαδίκτυο.
Την ίδια στιγμή που η σημερινή έντυπη δημοσιογραφία οδεύει προς το νεκροταφείο, επιχειρείται ακόμη σοβαρή δημοσιογραφική έρευνα. Οι δημοσιογράφοι σήμερα πασχίζουν να φέρουν στην επιφάνεια σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, ακόμη και αν γίνουν αποδέκτες υβριστικών σχολίων από τους αναγνώστες. Υπάρχει όμως και η αντίθετη πλευρά, οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι αυτολογοκρίνοται, για να εξυπηρετήσουν οικονομικά συμφέροντα στο ενδεχόμενο απόκτησης διαφήμισης. Που σκοπός τους είναι οι δημόσιες σχέσεις, άρα το κέρδος για την επιχείρηση-εφημερίδα και η προβολή πολιτικών και προσωπικών συμφερόντων. Που στο βωμό της ταχύτητας της είδησης, δεν επιβεβαιώνεται η εγκυρότητά της. Γιατί πόσο εύκολο είναι ένας δημοσιογράφος, ο οποίος ανακαλύπτει ένα σκάνδαλο για μια επιχείρηση, η οποία του πληρώνει τη διαφήμιση να γράψει κάτι αρνητικό για αυτήν; Μα ακόμη και να το γράψει ο δημοσιογράφος, δεν θα τυπωθεί ποτέ το κείμενο. Για αυτό θα μπορούσε το κράτος να συμβάλει ώστε να πωλούνται οι εφημερίδες σε διάφορους δημόσιους χώρους και υπηρεσίες, όπως Πανεπιστήμια ή υπεραγορές όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.
Πλέον υπάρχουν αρκετές σχολές δημοσιογραφίας, όπου διδάσκονται τεχνικές γραφής μιας είδησης και αποφυγής μιας παραπληροφόρησης. Δίνεται μεγάλη έμφαση ώστε να κατανοήσει ο δημοσιογράφος τη συμβολή του στην κατασκευή της πραγματικότητας και να τηρεί τους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Να αποφεύγει τις ψευδείς ειδήσεις, την προβολή ανηλίκων ή την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών χωρίς να λάβει την έγκρισή τους.
Όσο και αν διαφέρουν οι σημερινές κυπριακές εφημερίδες από τις φιλολογικές ελληνικές εφημερίδες του 19ου αιώνα είναι σημαντικό να συνεχίζουν να υπάρχουν για να υπάρχει και ο πλουραλισμός, η έρευνα, η δημοκρατία και η ελευθερία έκφρασης. Σήμερα όσο ποτέ, με τον περιορισμό μας στο σπίτι και την απαγόρευση της κυκλοφορίας λόγω κορωνοϊού είναι καθοριστικής σημασίας να υπάρχει έγκυρη ενημέρωση από δημοσιογράφους που έχουν το θάρρος της υπογραφής τους, στον δημόσιο διάλογο, όταν κάποιοι άλλοι κρύβονται πίσω από την ανωνυμία του διαδικτύου για να σπείρουν τον φόβο και τον πανικό, εξαπατώντας τους ανυποψίαστους και ευάλωτους χρήστες.