Οι συνεχείς παραβιάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η μη συμμόρφωση κάποιων δημοσιογράφων στις συστάσεις της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οδηγεί στη σκέψη για τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου με στόχο την επιβολή του νόμου σε όσους δημοσιογράφους παραβιάζουν τα άρθρα του Κώδικα. Το να μην μιλάμε πλέον για αυτορρύθμιση στη Δημοσιογραφία, μας προβληματίζει ιδιαίτερα.
Που πήγε η ελευθερία έκφρασης, μιας και ζούμε σε ένα Δημοκρατικό κράτος; Τόσοι αγώνες έγιναν για πνευματική ζύμωση και εμείς θα οδηγηθούμε στη φίμωση;
Ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι ηθικός, να είναι σωστός επαγγελματίας, να έχει (αυτο) συνείδηση, για να αυτοπεριορίζεται και τελικά να αυτορυθμίζεται, σύμφωνα με τη θεωρία του Πετράντ. Θα πρέπει να διαχωρίσουμε το καθήκον, ευθύνη από την προσωπική προβολή, ευτυχία – επιτυχία, όπως αναφέρει ο Καντ. Άλλωστε, στην καθαρότητα βρίσκεται η αληθινή αξία της πληροφορίας. Όπως λέει και ο Μοντεσκιέ, οι αρμοδιότητες της κάθε εξουσίας πρέπει να είναι ξεκάθαρες.
Η Επιτροπή συνιστά στους δημοσιογράφους να δούνε το λάθος τους και να μην το επαναλάβουν. Αναμφισβήτητα, η ελευθερία είναι συνυφασμένη με την ευθύνη. Πρέπει να έχω το θάρρος να αναλαμβάνω την ευθύνη, το βάρος της ευθύνης των επιλογών μου. Το δικαίωμα επιλογής πρέπει να είναι σεβαστό και καθορίζεται από την ελευθερία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Σε συνθήκες ελευθερίας ο Τύπος μπορεί να είναι καλός μπορεί να είναι κακός. Αν όμως δεν υπάρχει ελευθερία τότε ο Τύπος θα είναι οπωσδήποτε κακός, όπως αναφέρει ο Αλμπέρ Καμύ. Τότε κάποιος άλλος αποφασίζει για το τι θα γράψουμε. Και ακόμη και αν γίνει επιβολή του νόμου προς τους δημοσιογράφους, ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει δωροδοκία από τα μέσα για να καλύψουν την παραβίαση του νόμου; Κανένας νόμος δεν είναι αρκετός για να συμμορφώσει την ηθική των ανθρώπων. Και ηθική σημαίνει να κάνεις αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνει κάποιος άλλος, ακόμη και αν δεν σε βλέπει κανείς. Άρα, δεν θεωρώ ότι η ποινικοποίηση της δεοντολογίας είναι αναγκαία προκειμένου οι δημοσιογράφοι να τηρούν τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Όταν μας στερείται το δικαίωμα να αποφασίζουμε να κρίνουμε, τότε εξυπηρετούμε άλλα συμφέροντα. Είναι προτιμότερο να γίνεται κατάχρηση, παρά να μην υπάρχει ελευθερία έκφρασης.
Όμως, για να φτάσουμε στο σημείο να συζητάμε για τέτοιου είδους θέματα, σημαίνει ότι έχει αυξηθεί ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης και όχι μόνο. Είναι αλήθεια, ότι οι έμπειροι δημοσιογράφοι, νομίζουν ότι είναι παντογνώστες και αλάνθαστοι. Ίσως εκεί να οφείλεται και η αδυναμία της Επιτροπής να τους διορθώσει.
Ας ελπίσουμε ότι η νέα γενιά δημοσιογράφων θα είναι περισσότερο εκπαιδευμένη, μορφωμένη πνευματικά και κοινωνικά, ώστε να αποφεύγει την παραβίαση του Κώδικα και να μην συζητήσουμε ποτέ ξανά για τα αυτονόητα: την ελευθερία μας.