«Όλοι μας σήμερα πρέπει να κλαίουμε, που για τα χάλια μας όλοι μας φταίουμε»
Κυπριακή εφημερίδα, 6 Οκτωβρίου 1922
Η αλήθεια είναι πως όταν έμαθα ότι στην Κύπρο υπάρχει ένας δραστήριος Σύνδεσμος Μικρασιατών, χωρίς δεύτερη σκέψη τηλεφώνησα στην πρώην εκπαιδευτικό και Πρόεδρο του Συνδέσμου κ. Μόνα Σαββίδου – Θεοδούλου, η οποία με έφερε σε επικοινωνία με την πρώην εκπαιδευτικό και Ταμία του Συνδέσμου κ. Αντωνία Προδρόμου και τον Διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία δρα Ιωάννη Ηλιάδη, στο οποίο φυλάγονται κειμήλια των Μικρασιατών της Κύπρου, ώστε να μπορέσω να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής μου έρευνας.
Άλλωστε, ο Σύνδεσμος Μικρασιατών της Κύπρου στη 10χρονη δράση του έχει εκδώσει 17 βιβλία με αξιόλογο υλικό και 163 μαρτυρίες προσφύγων του 1922 στην Κύπρο, χρήσιμα και για περαιτέρω επιστημονική έρευνα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το ενδιαφέρον λόγω καταγωγής
Ωστόσο, θα ήθελα να συνδυάσω αυτό το ρεπορτάζ με τη φετινή Επέτειο συμπλήρωσης των εκατόν χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και με την καταγωγή μου ως απογόνου Μικρασιατών προσφύγων από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί και το νησί Αλώνη στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Οι δικές μου προγιαγιάδες, έφθασαν μικρά κορίτσια μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας με βάρκες και καΐκια στη Λέσβο, καρσί (απέναντι) από τα δικά τους αγαπημένα σπίτια, αναζητώντας την επιβίωση. Από παιδί άκουγα ιστορίες των Μικρασιατών προσφύγων, φίλων και συγγενών, που βίωσαν τη φρίκη του πολέμου. Πάντα προσπαθώντας να μάθουμε το γενεαλογικό μας δέντρο.
Εμπορικοί, εκπαιδευτικοί, πολιτιστικοί δεσμοί Κύπρου – Μικρασίας
Πολλοί ήταν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που αποβιβάστηκαν στα ελληνικά νησιωτικά παράλια και απ’ εκεί έφθασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ άλλοι έφθασαν στο νοτιοανατολικότερο νησί της Μεσογείου. Στην Κύπρο, η οποία βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Υπολογίζεται ότι έφθασαν από τη νότια Μικρά Ασία περίπου 3.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες από τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι το τέλος του 1923, όπως μου εξηγεί η κ. Προδρόμου. «Προέρχονταν από τη Σελεύκεια, το Ανεμούριο, τα Κυλίνδρια, την Αλλάγια, την Αττάλεια, την Ταρσό, τη Μερσίνα, τα Άδανα και άλλες πόλεις, ακόμα και από την Καππαδοκία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκαν στη Λεμεσό, τη Λάρνακα, τη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, αλλά και σε διάφορα χωριά της Κύπρου».
Μάλιστα, από παλιά στην Κύπρο γίνονταν εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων προϊόντων από τη Μικρά Ασία και την Κύπρο, όπως καπνός, σουσάμι, όσπρια, καλαμπόκι, σιτηρά, αλλά και ξυλεία, η οποία τοποθετείτο σε οροφές σπιτιών στην Κερύνεια, θυμάται η κ. Προδρόμου.
Ανάμεσα στους Κύπριους και τους Μικρασιάτες υπήρχαν όχι μόνο σχέσεις εμπορικές, αλλά και εκπαιδευτικές (πολλοί Κύπριοι ιερείς πήγαιναν και εργάζονταν στις Μητροπόλεις της Μικράς Ασίας και δίδασκαν σε σχολεία). Επίσης, πολλοί Μικρασιάτες πηγαίνοντας στους Αγίους Τόπους, επισκέπτονταν και το μοναστήρι του Κύκκου στην Κύπρο, διευκρινίζει η κ. Σαββίδου – Θεοδούλου.
Οι δυσκολίες των προσφύγων
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες λόγω και της άρνησης της αγγλικής κυβέρνησης να δεχτεί την αποβίβασή τους και λόγω της απαίτησης χρηματικών εγγυήσεων 120 λιρών κατά άτομο, εξηγεί η κ. Σαββίδου – Θεοδούλου.
«Οι καταστάσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές, αλλά βοήθησε και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος ο Γ’, ο οποίος οργάνωσε Επιτροπή Περιθάλψεως Προσφύγων και εράνους σε όλες τις εκκλησίες της Κύπρου και συνέβαλε τα μέγιστα στις απαιτήσεις της αγγλικής κυβέρνησης».
Το ταξίδι πολύωρο, διαρκούσε δύο έως και τέσσερις ημέρες από τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας προς την Κύπρο, λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών, αντί έξι ωρών που είναι ο κανονικός χρόνος θαλάσσιας απόστασης.
Όταν τελικά αποβιβάστηκαν μετά από τις χρηματικές εγγυήσεις που δόθηκαν, μεταφέρονταν ταλαιπωρημένοι, χωρίς νερό, φαγητό, ρουχισμό επί μέρες στον χώρο του λοιμοκαθαρτηρίου στη Λάρνακα για να μείνουν σε καραντίνα 14 ημέρες, μέχρι να τους επιτραπεί η εγκατάσταση πλέον στα κυπριακά εδάφη, σημειώνει η κ. Προδρόμου.
«Παράλληλα με τη βοήθεια της Εκκλησίας, μεγαλέμποροι και εύπορες οικογένειες βοήθησαν, ώστε να εγκατασταθούν οι Μικρασιάτες». Όπως τονίζει η κ. Προδρόμου, το θετικό σε σχέση με την Ελλάδα είναι ότι οι πρόσφυγες στην Κύπρο είχαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, καθώς πολλοί πρόσφυγες έμεναν σε δωμάτια στον χώρο της αυλής κάποιων Εκκλησιών.
«Οι πρόσφυγες δεν ζήτησαν ποτέ λεφτά, μόνο δουλειά. Εργάστηκαν με σθένος και αξιοπρέπεια σε διάφορες εργασίες, ενώ σε κάποιες γυναίκες δόθηκαν αργαλειοί ώστε να υφαίνουν και να έχουν ένα εισόδημα. Ήταν χρυσοχέρες. Δεν τους πήρε πολύ χρόνο για να ενσωματωθούν στην κοινωνία. Παρόλο που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, διότι ήταν τουρκόφωνοι πήγαν στο σχολείο τα παιδιά τους και έγιναν άριστοι μαθητές. Είχαν την έφεση για την μόρφωση».
Σύμφωνα με την κ. Σαββίδου – Θεοδούλου, αρκετοί πρόσφυγες επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Λεμεσό επειδή έχει λιμάνι και ένιωθαν ότι θα βρουν πιο εύκολα εργασία, ενώ παράλληλα πολλοί έφυγαν για την Ελλάδα λόγω των αποζημιώσεων που έδινε η Ελληνική Κυβέρνηση. «Αρκετοί πρόσφυγες προτίμησαν να εγκατασταθούν σε ορεινά χωριά της Κύπρου. Η αλήθεια είναι ότι οι πρόσφυγες μοιράστηκαν σε διάφορες κυπριακές πόλεις».
Επίσης, όπως εξηγεί ο κ. Ηλιάδης, αρκετοί πρόσφυγες είχαν φιλικές σχέσεις με Τουρκοκύπριους γιατί μπορούσαν να συνεννοούνται λόγω της κοινής τουρκικής γλώσσας. «Στις ταυτότητες τους πολλοί ήταν δηλωμένοι ως αγνώστου προελεύσεως, διότι δεν είχαν, όταν έφθασαν, διαβατήρια».
Δύο φορές πρόσφυγες μετά το 1974
Για κάποιους, όμως, από τους πρόσφυγες τα βάσανα της προσφυγιάς επαναλήφθηκαν το 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, διότι «αρκετοί έγιναν δύο φορές πρόσφυγες», καθώς κάποιοι από αυτούς που έμεναν στην κατεχόμενη Κύπρο (Επαρχία Αμμοχώστου, Κερύνειας, Μόρφου) αναγκάστηκαν να αφήσουν για δεύτερη φορά τα σπίτια τους.
Παρά τις κακουχίες ενός δεύτερου πολέμου στη δεύτερή τους πατρίδα, επιβίωσαν και ξανάφτιαξαν τη ζωή τους. Δημιούργησαν και δημιουργήθηκαν, αφομοιώθηκαν με τους καινούργιους συντοπίτες τους και πολλοί άλλαξαν και το επίθετό τους για να μην αναγνωρίζονται ότι είναι πρόσφυγες, συμπληρώνει η κ. Σαββίδου – Θεοδούλου.
540 κειμήλια Μικρασιατών
Αξιοσημείωτο είναι το έργο του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, ο οποίος ιδρύθηκε το 2010, διέσωσε πολλά κειμήλια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς και έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς ερευνητές και ιστορικούς να μελετήσουν τα κειμήλια αυτά, αλλά και εμείς οι νεότεροι να γνωρίσουμε τον πολιτισμό και τις ρίζες μας. Μέχρι σήμερα οργάνωσε τρία επιστημονικά συνέδρια με θέματα «Κύπρος-Μικρασία, Κοιτίδες Πολιτισμού», «Οι Μικρασιάτες της Λεμεσού», «Κυπριακά αρχεία και αρχειακές μαρτυρίες για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό της Κύπρου», ενώ εκτός από τα επιστημονικά συνέδρια έχει οργανώσει πολλές εκθέσεις (κειμηλίων, κεντημάτων, φωτογραφίας) για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, αλλά και διαλέξεις και βιβλιοπαρουσιάσεις για το θέμα αυτό.
«Δεν ήταν δύσκολο να συγκεντρώσουμε τα κειμήλια. Από τη στιγμή που οργανώσαμε την Έκθεση κειμηλίων το 2013 στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Γ’, στην συνέχεια πολλά μέλη μας, τα παραχώρησαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να καταθέτουν κειμήλια για το Μουσείο», υπογραμμίζει η Πρόεδρος του Συνδέσμου.
Δεν σας κρύβω ότι την ημέρα που θα πήγαινα να επισκεφθώ το Μουσείο με τα μικρασιατικά κειμήλια είχα ιδιαίτερη χαρά και ανυπομονησία, γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα κάτι απτό από τις τόσο μακρινές και αλησμόνητες ρίζες μου. Στολές, ρουχισμό, ταυτότητες, έγγραφα, καραμανλίδικα βιβλία (τουρκικός λόγος γραμμένος με ελληνικούς χαρακτήρες), εκκλησιαστικές εικόνες, οικιακά σκεύη, κιλίμια (χαλιά), μουσικά όργανα είναι μερικά από τα εκθέματα των μέχρι στιγμής 68 δωρητών.
Είναι δυνατόν να διατηρούνται, πάνω από έναν αιώνα, αντικείμενα που έφεραν μαζί τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες με τόσο πόνο από τις λεηλασίες, τις σφαγές και τα εγκλήματα μίσους. Τι τα κράτησε ζωντανά; Αναρωτιέμαι, αλλά η απάντηση είναι απλή. Τα φύλαξε η αγάπη και τα διατήρησε το μεράκι των ανθρώπων που ξέρουν ότι, οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία κι η ιστορία είμαστε εμείς.
Σήμερα ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου απαριθμεί πέραν των 400 μελών κυρίως απογόνων δεύτερης γενιάς, αλλά και φίλων των Μικρασιατών, οι οποίοι φίλοι, σύμφωνα με την κ. Σαββίδου – Θεοδούλου ξεπερνούν τα 100 μέλη και στηρίζουν τον Σύνδεσμο, ο οποίος προσπαθεί να προσελκύσει και μέλη της νεότερης γενιάς των προσφύγων για να συνεχίσουν να διατηρούν άσβηστο το φως της θύμησης του πολιτισμού μας. Ανεκτίμητης αξίας είναι και το επετειακό ημερολόγιο του 2022 που εξέδωσε ο Σύνδεσμος, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό. Έχει μέχρι στιγμής εκδώσει δέκα συλλεκτικά ημερολόγια με τις μαρτυρίες προσφύγων και τα αφιερώματα για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό της Κύπρου.
https://crimereport.gr/katarreei-to-diatiriteo-prosfygospito-toy-1922-sti-lesvo/
Η πανδημία περιόρισε την προσέλευση θεατών στη «Σμύρνη μου αγαπημένη»