«Όσο πιο πετυχημένος ο κακός της ταινίας, τόσο πιο πετυχημένη η ταινία».
Alfred Ηitchcock
Βρετανός σκηνοθέτης
Το παρόν άρθρο έχει στόχο να αναδείξει τη σπουδαιότητα της κειμενικής ανάλυσης από το απόσπασμα της κινηματογραφικής ταινίας τρόμου “Η σιωπή των αμνών”. Μέσα από την ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς και της Τζόντι Φόστερ σε μια σκηνή διάρκειας τεσσάρων λεπτών και 19 δευτερολέπτων, μεταφέρονται κοινωνικά νοήματα και φιλοσοφική αφήγηση μεταξύ του καλού και του κακού. Ο ανατρεπτικός διάλογος μεταξύ τους, τους χάρισε τα Όσκαρ πρώτου ανδρικού και γυναικείου ρόλου.
Αρχικά, καταγράφεται η πλοκή της ταινίας, στη συνέχεια γίνεται λεπτομερής ανάλυση της σκηνής και τέλος παρουσιάζεται ο αφηγηματικός στόχος που επιτυγχάνεται. Αξιοποιούνται έγκυρες και εξειδικευμένες πηγές από ειδικούς επιστήμονες στον τομέα του κινηματογράφου, της επικοινωνίας και της εγκληματολογίας για να αναλυθεί μια ασυνήθιστη σκηνή που διακατέχεται από έντονη ψυχολογική φόρτιση.
Ο κινηματογράφος εκτός από αισθητική προσφέρει και επικοινωνία. Εισάγει μια μορφή προβλημάτων, καθώς βάζει στο μικροσκόπιο μέσα από το φιλμ κοινωνικά και προσωπικά νοήματα, με διαδοχικές σκηνές για να πετύχει το στόχο. (Κολοβός, 1999)
Σύμφωνα με τον κ. Σκοπετέα (2015), η ταινία ανήκει στο είδος εγκληματικής προσωπικότητας και στο υποείδος εγκληματιών με βαριά ψυχική διαταραχή, σχιζοφρένεια, όπου ο πρωταγωνιστής διαπράττει σειρά φόνων, ενώ η έμφαση δεν είναι μόνο στην εξωτερική δράση αλλά και στο εσωτερικό του κίνητρο, καθιστώντας τον ιδιαίτερο.
Άλλωστε, οι σκηνοθέτες προτιμούν την παρουσίαση πραγματικών γεγονότων στις ταινίες γιατί δημιουργείται η αίσθηση του ρεαλισμού, η οποία προσελκύει μεγαλύτερο ακροατήριο και αυξάνει τα κέρδη. (Μπαντιμαρούδης, 2006)
Κινηματογραφική πλοκή
Μαθήματα υποκριτικής παρέδωσε ο Άντονι Χόπκινς ως ένας ιδιοφυής κατά συρροή δολοφόνος με το όνομα Χάνιμπαλ Λέκτερ. Το παγωμένο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει την κάμερα μέσα από το κελί του, απευθυνόμενος στη Τζόντι Φόστερ που υποδύεται τη νεαρή μαθητευόμενη πράκτορα του FBI Κλαρίς Στέρλινγκ, έχει γράψει ιστορία στον κινηματογράφο.
Η Κλαρίς επισκέπτεται το χρόνια έγκλειστο ψυχίατρο Χάνιμπαλ προσπαθώντας να αποσπάσει πληροφορίες, οι οποίες θα βοηθήσουν στη σύλληψη ενός επίσης κατά συρροή δολοφόνου του Μπάφαλο Μπιλ. Ο Μπάφαλο έχει απαγάγει την κόρη μιας γερουσιαστού και η υπόθεση έχει πάρει τεράστια δημοσιότητα. Οι αστυνομικές αρχές αδυνατώντας να εντοπίσουν το δράστη, επιστρατεύουν την επίμονη Κλαρίς για να συνεργαστεί με το Χάνιμπαλ, ο οποίος βρίσκεται σε φυλακές ύψιστης προστασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η φιλόδοξη Κλαρίς γοητεύεται από αυτή την ανεξιχνίαστη υπόθεση και την βλέπει ως πρόκληση για να ξεχωρίσει στον ανδροκρατούμενο επαγγελματικό της χώρο. Αν και καταφέρνει να πλησιάσει το χλωμό Χάνιμπαλ πίσω από τα κάγκελα, δεν θα της παρέχει τη βοήθειά του τόσο εύκολα. Ξεκινάει ένας ψυχολογικός πόλεμος μεταξύ τους αφού την αναγκάζει να του εξομολογηθεί άσχημες παιδικές αναμνήσεις παίζοντας με την ψυχή, το μυαλό και τις αντοχές της.
Θεωρείται μέχρι σήμερα, 30 χρόνια μετά την πρώτη προβολή, ως η τρομακτικότερη κινηματογραφική σκηνή. Μάλιστα, ο Άντονι Χόπκινς για να αποτυπώσει πειστικά τον ρόλο του ψυχοπαθή κατά συρροή δολοφόνου, ο οποίος σκότωνε, τεμάχιζε και έτρωγε τα θύματά του παρακολούθησε ακροάσεις δολοφόνων και μελέτησε φακέλους της αστυνομίας.
Την παραγωγή της ταινίας ανέλαβε ο Τζιν Χάκμαν και τη σκηνοθεσία ο Τζόναθαν Ντέμι, ο οποίος μέχρι τότε είχε εμπειρία μόνο σε κωμωδίες. Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, το οποίο κυκλοφόρησε το 1988 και είναι εμπνευσμένο από τα εγκλήματα τριών υπαρκτών κατά συρροή δολοφόνων.
Ανάλυση νοημάτων
Μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με σκούρα χρώματα και χαμηλό φωτισμό κυριαρχούν το έντονο βλέμμα του Χάνιμπαλ, το άπειρο βλέμμα της Κλαρίς και οι ανατρεπτικοί διάλογοι μεταξύ τους με τη βραχνή φωνή και τη γλυκύτητα των δύο πρωταγωνιστών, αντίστοιχα. Εκείνη ξετυλίγει στο Χάνιμπαλ το πονεμένο σημείο της ψυχής της. Η γλώσσα του σώματος των δύο πρωταγωνιστών διαβιβάζει μηνύματα που σηματοδοτούν την κυρίαρχη θέση που έχει ο Χάνιμπαλ απέναντι στην Κλαρίς, η οποία τον έχει ανάγκη για να της δώσει πληροφορίες. Άλλωστε όπως γράφει ο ΜακΚουέιλ, (2003) «συγκεκριμένες χειρονομίες, εκφράσεις, είδη ενδυμασίας και εικόνες μεταφέρουν σαφή νοήματα σε συγκεκριμένους πολιτισμούς».
Οι δυο τους αποκτούν μια σχέση εμπιστοσύνης και ιδιόμορφης αγάπης. Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του, δρα οργανωμένα, χωρίς οίκτο μεταμέλειας καθώς ο κανιβαλισμός είναι στη φύση του, σύμφωνα με τον τρόπο δράσης του ως κατά συρροή δολοφόνος. (Μπράιαν, 2004)
Χειραγωγεί με μαεστρία το διάλογο και τον κατευθύνει εκεί που αυτός επιθυμεί. Δημιουργεί κάτι παράδοξο στο κοινό: Την αίσθηση θαυμασμού ως προς την ιδιοφυία του. Η επικοινωνιακή λειτουργεία της σκηνής ταυτίζει τους θεατές με το Χάνιμπαλ. Το κοντινό πλάνο στα μεγάλα μάτια του, κάνει τους θεατές να θέλουν να κατανοήσουν τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεών του. Η γραμμική αφήγηση προσφέρει στο θεατή την αίσθηση μιας φυσικής πραγματικότητας μέσα από εικόνες και ήχους, πλούσια σε συμβολικότητα. (Κολοβός, 1999)
Παρά το γεγονός ότι είναι έγκλειστος στο κελί του και υπάρχει αστυνομική προστασία, κυριαρχεί φόβος χωρίς να υπάρχουν αποκρουστικές σκηνές τρόμου και αβεβαιότητα ως προς την ασφάλεια της περιποιημένης Κλαρίς. Ο ίδιος φοράει μια λευκή στολή, αντί την κλασσική πορτοκαλί των κρατουμένων, η οποία παραπέμπει σε γιατρό. Άλλωστε, ως ψυχίατρος εισβάλει στο μυαλό της και την υποτάσσει πνευματικά. Το χρώμα έχει καθιερωθεί στην πλειονότητα των παραγωγών και παραμένει σπουδαίο εκφραστικό εργαλείο, όταν αντιμετωπίζεται ελεγχόμενα για τις δυνατότητες που προσφέρει, εξηγούν οι Κυριακουλάκος και Καλαμπάκας, (2015). Πολλές φορές μια ενδυματολογική λεπτομέρεια μπορεί να δηλώνει σημαντικές πτυχές ενός χαρακτήρα, αποκτώντας εξέχουσα δραματική φόρτιση, σημειώνουν. Για παράδειγμα, το παρουσιαστικό του ηθοποιού και το μακιγιάζ μπορεί να υπηρετήσει ένα ρεαλιστικό ύφος, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά του ηθοποιού, ώστε να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του ρόλου του και της δράσης. Όσον αφορά στον φωτισμό υπάρχουν αρχικές ενδείξεις για τη μορφή του σκηνικού χώρου και την εξέλιξή του στη διάρκεια της αφήγησης. (Κυριακουλάκος & Καλαμπάκας, 2015)
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το μυστηριώδες σκηνικό που ενισχύει την αγωνία, καθώς ο Χάνιμπαλ δε δίνει σαφή απάντηση στα ερωτήματα της Κλαρίς. Η πανοραμική λήψη της κάμερας δείχνει το ψηλό επιβλητικό δωμάτιο με τους σκουρόχρωμους τοίχους και το ξύλινο καφέ πάτωμα. Σε μπροστινό πλάνο είναι τα καλώδια ασφαλείας, την ώρα που οι συνάδελφοι την απομακρύνουν από κοντά του, ενώ αυτή γυρίζει τρέχοντας πίσω στον Χάνιμπαλ για να συνεχίσουν τη συζήτηση, με αυτόν να της χαϊδεύει το χέρι και στη συνέχεια να την κοιτάζει όρθιος με την πλάτη στραμμένη στην κάμερα, καθώς αυτή φεύγει. Η μουσική και ο τρόπος που μιλάνε οι δυο τους με λιγοστά και χαμηλόφωνα λόγια δημιουργούν μια αίσθηση μυστηρίου. Άλλωστε, ένας ήχος κατευθύνει την προσοχή του θεατή προς την πηγή του, καθώς στη διάρκεια του διαλόγου η προσοχή κατευθύνεται στον εκάστοτε ομιλούντα. Ο ηχητικός σχεδιασμός είναι καθοριστικής σημασίας για το ύφος μιας ταινίας. (Κυριακουλάκος & Καλαμπάκας, 2015)
Αφηγηματικός στόχος
Στη διάρκεια του τετράλεπτου αποσπάσματος αποτυπώνονται πλήρως τα κοινωνικά νοήματα που προβάλει, όπως είναι η σχέση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τα όρια μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, αλλά και η δύναμη των μέσων ενημέρωσης στην επίλυση πολύπλοκων ζητημάτων όταν επιστρατεύονται πολιτικοί σκοποί. Ο αφηγηματικός στόχος είναι κατανοητός, καθώς αποδεικνύεται ότι στα ταξίδια του μυαλού ενός ψυχικά ασθενή, υπάρχει κενή θέση για έναν συνταξιδιώτη που θα σεβαστεί τη διαδρομή. Το κυρίαρχο νόημα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζεται είναι ότι ο ψυχικά ασθενής χρειάζεται ειδικό χειρισμό για να είναι αποδοτικός. Αυτό φαίνεται κιόλας από τη συμπάθεια που ανέπτυξε ο αντιδραστικός Χάνιμπαλ προς το πρόσωπο της δεκτικής Κλαρίς.
Οι στιλιστικές επιλογές που εντοπίζονται στη σκηνή συνδέονται με το αφηγηματικό και υφολογικό σύνολο της ταινίας, καθώς η λευκή φόρμα του κρατούμενου παραπέμπει σε έναν ιατρό που ακόμη και πίσω από τα κάγκελα έχει την εξουσία, ενώ το συντηρητικό ντύσιμο, χτένισμα και μακιγιάζ της Κλαρίς φανερώνουν ένα συνεσταλμένο νομοταγή πολίτη. Σύμφωνα με τον ΜακΚουέιλ (2003), η σημειολογική ανάλυση των κρυμμένων νοημάτων παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς οι επαγγελματίες των μέσων κατασκευάζουν το δικό τους πανόραμα για τα γεγονότα που συντελούνται και το συνδέουν με ένα πιθανό κοινό.
Το κοινό παρακολουθώντας το απόσπασμα είναι δυνατό να καταδικάσει το δράστη μέσα από προσωπικά βιώματα και κοινωνικές αντιλήψεις που έχει ανάλογα με την ηθική του. Πολλές φορές, μάλιστα, ο θεατής ταυτίζεται με τον εγκληματία-πρωταγωνιστή. (Σκοπετέας, 2015)
Όπως επισημαίνουν οι Κυριακουλάκος και Καλαμπάκας (2015), η μετουσίωση ενός χαρακτήρα σε ρόλο επαφίεται ουσιαστικά στη συνεργασία δύο ατόμων: Του ηθοποιού και του σκηνοθέτη. Άλλωστε, όπως εξηγούν δεν υπάρχει «χρυσή συνταγή». Όλα είναι θέμα προσέγγισης και ύφους. H συμβατική κορύφωση μιας ταινίας αναμένεται να κλείσει όλα τα αφηγηματικά νοήματα που ξεδιπλώθηκαν στην εξέλιξή της, λύνοντας τα αιτιώδη ζητήματα που τη διέτρεχαν και βάζοντας μια πειστική και οριστική τελεία. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν αντικαθιστούσαμε την τελεία με ερωτηματικό; (Κυριακουλάκος & Καλαμπάκας, 2015)
Ο καθορισμός των ειδών στις κινηματογραφικές ταινίες σχετίζεται άμεσα με τις συμπεριφορές και τις διαθέσεις του κοινού. Η αφήγηση μπορεί να προσεγγιστεί ως αναπαράσταση μιας ιστορίας, ως συγκρότηση διαφορετικών τμημάτων που δημιουργούν ένα συντεταγμένο σύνολο γεγονότων και ως διαδικασία οργάνωσης του υλικού της ιστορίας, προκειμένου να την αντιληφθεί χρονικά ο θεατής με συγκεκριμένο τρόπο. (Σκοπετέας, 2015)
Οι φιγούρες των κατά συρροή δολοφόνων προβάλλονται συχνά στις οθόνες καθώς αναπαράγουν ιστορίες που προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού. Γεγονός που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του καταναλωτισμού. (Grixti, 1995)
Στην πλοκή, που στελεχώνεται από μονοδιάστατα «καλούς» ή «κακούς» χαρακτήρες, βάσει ενός συστήματος ηθικών αξιών, ο θεατής ταυτίζεται με την τίμια και εργατική ηρωίδα, συμπάσχει μαζί της και τελικά ικανοποιείται με το αίσιο τέλος, καθώς ο Χάνιμπαλ αποκαλύπτει μετά τη σκηνή πληροφορίες για τον Μπάφαλο. (Κυριακουλάκος & Καλαμπάκας, 2015)
Βιβλιογραφία
Κολοβός, Νίκος (1999). Κινηματογράφος: η τέχνη της βιομηχανίας. Αθήνα, Καστανιώτης
Κυριακουλάκος, Π., Καλαμπάκας, Ε., 2015. Η οπτικοακουστική κατασκευή. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών
ΜακΚουέιλ, Ντένις (2003). Η Θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο Αιώνα. Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη
Μπαντιμαρούδης, Φιλήμων (2006, 2η Έκδοση). Σύντομη ιστορία της επικοινωνίας: Μέσα και πολιτισμός. Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο
Μπράιαν, Άινς (2004). Το προφίλ του εγκληματικού νου. Αθήνα, Κοχλίας
Σκοπετέας, Ιωάννης (2015). Η δημιουργία της μυθοπλαστικής αφήγησης και τα είδη των κινηματογραφικών ταινιών. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών
Grixti, Joseph. “Consuming Cannibals: Psychopathic Killers as Archetypes and Cultural Icons.” Journal of American Culture (01911813) 18, no. 1 (Spring 1995): 87. doi:10.1111/j.1542-734x.1995.1801_87.x.
Παράρτημα
Το απόσπασμα της ταινίας: Lambs Screaming (The Silence Of The Lambs)