Τα οφέλη της ποινικοποίησης της γυναικοκτονίας στην Κύπρο, μας εξηγεί η Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής Αννίτα Δημητρίου, με αφορμή τη σημερινή διεθνή ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Όπως αναφέρει η κ. Δημητρίου με τη συγκεκριμένη πρόταση νόμου θεσπίζεται το ιδιώνυμο αδίκημα της γυναικοκτονίας, το οποίο θα επισύρει ποινή φυλάκισης δια βίου, προκειμένου να τεθεί μία ασπίδα ασφαλείας απέναντι στη βία που υφίστανται οι γυναίκες εις βάρος τους, λόγω φύλου. Συνεπώς η συγκεκριμένη τροποποίηση του ποινικού κώδικα θα ενισχύσει το νομικό οπλοστάσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας έτσι που να συνάδει και με τις υποχρεώσεις της για εξάλειψη της βίας και των διακρίσεων προς τις γυναίκες ή ομάδες γυναικών. Θα συμβάλει επίσης στην απάλειψη των στερεοτύπων, στην καλλιέργεια ενσυναίσθησης, αλλά και κουλτούρας πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσθέτει. «Θεωρώ ότι ο/η νομοθέτης οφείλει σε αυτό το πλαίσιο να ονοματίσει ένα παραδεκτό φαινόμενο και να προσδώσει ορατότητα σε μια κοινωνική πραγματικότητα», συμπληρώνει.
«Η κάθε γυναίκα που υφίσταται έμφυλη βία αποτελεί προσωπική μας υπόθεση», υπογραμμίζει η Πρόεδρος της Βουλής.
Μας αφορά όλους
Όπως σημειώνει, είναι ένα φαινόμενο που ομολογουμένως βρίσκεται σε έξαρση, απειλεί την κοινωνία μας και μας αφορά όλους, ανεξαιρέτως. Γυναίκες και άνδρες. «Αλίμονο εάν περιμέναμε να έχουμε κάποιο προσωπικό βίωμα για να εισηγηθούμε προτάσεις και να λάβουμε μέτρα για πρόληψη τέτοιων περιστατικών. Η βία κατά των γυναικών είναι μια πληγή για την κοινωνία και δεν επηρεάζει μόνο τις γυναίκες, αλλά έχει αντίκτυπο σε όλο τον κοινωνικό ιστό, επιδρώντας διαβρωτικά σε οικογενειακό, επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο», διαπιστώνει.
Πρόληψη έμφυλης βίας
Ερωτηθείσα για το τι σκοπεύουν να κάνουν σε πρακτικό επίπεδο για την πρόληψη σε σχέση με τα περιστατικά έμφυλης βίας, απαντά ότι «θα προσπαθήσουμε, ως Βουλή των Αντιπροσώπων, να αξιοποιήσουμε κάθε εργαλείο μέσα από την προώθηση σημαντικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την απάλειψη των έμφυλων στερεοτύπων, αλλά και την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Στα χέρια μας έχουμε ένα πολύτιμο εργαλείο, τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας, τη στήριξη των θυμάτων καθώς και την εφαρμογή αποτρεπτικών ποινών για τους θύτες. Ήδη η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα που προχώρησε στην ποινικοποίηση του σεξισμού και ευελπιστούμε ότι τώρα θα πρωτοστατήσει και στο θέμα της γυναικοκτονίας, κάνοντας ένα σημαντικό άλμα στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο ίδιο πλαίσιο οφείλουμε με δράσεις και πρωτοβουλίες να εστιάσουμε στην πρόληψη και να καταστήσουμε την κοινωνία συμμέτοχη σε αυτή την προσπάθεια», τονίζει.
Ευαισθητοποίηση των δύο φύλων
«Στόχος μας θα πρέπει να είναι η ευαισθητοποίηση και των δύο φύλων. Και πρέπει να είναι μία συλλογική και αδιάλειπτη προσπάθεια, προκειμένου να καλλιεργηθεί ενσυναίσθηση αλλά και κουλτούρα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απάλειψης στερεοτύπων μέσα από την παιδεία, τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικών όσο και σε επίπεδο οικογενειακών δομών. Όλα αρχίζουν από τη διαπαιδαγώγηση και την προβολή των σωστών προτύπων. Αν μεγαλώνουμε παιδιά που σέβονται τη ζωή και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης, που σέβονται τον καθένα και την καθεμιά ξεχωριστά με τις ιδιαιτερότητες του/της, που σέβονται τη διαφορετικότητα στις ανθρώπινες επιλογές…», ευελπιστεί η κ. Δημητρίου.
«Αν μεγαλώνουμε είτε αγόρια είτε κορίτσια, που δείχνουν με λόγια και έργα την αλληλεγγύη τους, που βοηθούν τους πιο αδύναμους… Τότε μπορούμε να ελπίζουμε σ’ έναν κόσμο όπως τον οραματιζόμαστε», εύχεται.
Έλλειψη πληροφόρησης
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που συλλέξαμε από το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου της Αστυνομίας Κύπρου ο αριθμός των γυναικοκτονιών στην χώρα για το έτος 2021 ανέρχεται στις δύο δολοφονημένες. Ωστόσο, ερωτηθέντες για το προφίλ των δύο θυμάτων απάντησαν ότι δεν διαθέτουν δημογραφικά ή περισσότερα σχετικά στοιχεία για τις συγκεκριμένες υποθέσεις. Παρόλα αυτά σε έρευνα που διεξήγαγε το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλλου για τα έτη 2019-2020, διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των δραστών ήταν Κύπριοι, ενώ των δέκα θυμάτων ήταν μετανάστριες έως 55 ετών που κατοικούσαν σε αστική περιοχή της χώρας και σκοτώθηκαν από τον σύντροφό τους με στραγγαλισμό ή όπλο.
Δυσκολία αποδοχής του χωρισμού
Σε ένα μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων, όταν οι γυναίκες είτε επιθυμούν να τερματίσουν μια σχέση ή έναν γάμο, είτε όταν θα προβούν σε μια κίνηση αυτονομίας, ο κίνδυνος να υποστούν βία από τους συντρόφους-συζύγους τους, είναι ιδιαίτερα αυξημένος, μας εξηγεί η Εγκληματολόγος, Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής και Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Δρ Όλγα Τζουραμάνη. Η συμπεριφορά που δείχνει ανεξαρτησία, αυτοεκτίμηση και δυναμισμό από πλευράς των γυναικών, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από ορισμένους άνδρες, ιδιαιτέρως όταν οι δεύτεροι εμπίπτουν στην ηγεμονική μορφή ανδρισμού, όταν δημιουργούν σχέσεις που τις χαρακτηρίζει η κυριαρχία και η υποτέλεια. Στην περίπτωση που η σχέση αυτή “κινδυνεύει” κατά την άποψη των ανδρών αυτών, τότε η βία, η οποία μπορεί να φτάσει ακόμα και στην ακραία εκδοχή της, τον φόνο, θεωρείται ως ένας τρόπος τόσο επανάκτησης της κυριαρχίας και του ελέγχου, όσο και αποκατάστασης της τιμής, εξηγεί.
Το προφίλ του γυναικοκτόνου
Ποιο είναι όμως το προφίλ ενός ατόμου που φτάνει στη διάπραξη ενός τέτοιου είδους εγκλήματος; Αρχικά να τονιστεί πως πρόκειται για άτομα με πλήρη συνείδηση των πράξεων τους, εκτός φυσικά εάν συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις ψυχιατρικής νόσου, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί πως ισχύει στις περιπτώσεις γυναικοκτονιών που έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, διευκρινίζει η Δρ Τζουραμάνη. «Στον πυρήνα της προσωπικότητας των ανθρώπων αυτών βρίσκεται η ανασφάλεια την οποία καλύπτουν μέσω της χειραγώγησης των άλλων. Η ενσυναίσθηση απουσιάζει, δηλαδή αδυνατούν να μπουν στη θέση των συντρόφων τους, ουσιαστικά, δεν έχουν καμία σύνδεση με τα δικά τους συναισθήματα. Αυτό είναι κάτι που το συναντάμε συχνά σε άτομα που εμφανίζουν αντικοινωνικά και ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Τους διακατέχει η αίσθηση ανωτερότητας, δεν μπορούν να συζητήσουν και να διαπραγματευτούν με υγιή τρόπο, ούτε φυσικά να υποχωρήσουν. Γενικότερα δυσκολεύονται να συνάψουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους, γεγονός που αποδεικνύει το πρόβλημα με τον ίδιο τους εαυτό. Επίσης, προβάλλουν στις συντρόφους τους, τα δικά τους ελλειμματικά χαρακτηριστικά και όταν οι γυναίκες θα κάνουν το βήμα προς τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, τότε ακολουθεί η επίθεση. Παράλληλα, εκδηλώνουν μια χειριστική και ιδιοκτησιακή συμπεριφορά, δηλαδή πιστεύουν πως τους ανήκουν οι άλλοι άνθρωποι και εκείνοι αποφασίζουν αν θα ζήσουν ή όχι, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους εγκαταλείψει», προσθέτει.
Οργανωμένος δράστης
Λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα από τα τελευταία περιστατικά στην Ελλάδα, «παρατηρούμε ότι οι δράστες σχεδίαζαν λεπτομερώς από πριν τα εγκλήματα που θα διέπρατταν και για τον λόγο αυτό προσπάθησαν να αποπροσανατολίσουν τις Αρχές, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους, για παράδειγμα, ως θύμα. Αυτό δε σημαίνει απαραιτήτως πως η “προετοιμασία” διήρκησε μήνες, μπορεί και 1-2 ώρες πριν. Σε αυτήν την περίπτωση κάνουμε λόγο για έναν οργανωμένο δράστη ο οποίος είναι ψύχραιμος, στυγνός και φροντίζει να δημιουργήσει το κατάλληλο, για εκείνον, “σκηνικό”, ώστε κανείς να μην τον αντιληφθεί», συμπληρώνει.
Διαφωνία της στιγμής
Ωστόσο, «να σημειώσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή πως ο “μηχανισμός” που πυροδοτεί τους δράστες και λειτουργούν εκρηκτικά με αποτέλεσμα να διαπράττουν εγκλήματα, μπορεί να είναι απλά μια διαφωνία της στιγμής. Άρα, βλέπουμε πως υπάρχουν άτομα, λόγω των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους ή λόγω μιας διαταραχής αντικοινωνικού, ψυχοπαθητικού τύπου – χωρίς αυτό να αποτελεί διάγνωση με ελαφρυντικά -, ότι δεν μπορούν να ανεχτούν και να διαχειριστούν ότι η σύντροφός τους, μπορεί να βγει εκτός του πλαισίου που οι ίδιοι έχουν διαμορφώσει, ώστε να ικανοποιούν τον εαυτό τους. Όταν δεν μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, ξεπερνούν την κόκκινη γραμμή, δρουν παρορμητικά», υπογραμμίζει.
Υψηλή νοημοσύνη
Εντύπωση προκαλεί επίσης το πως ορισμένοι δράστες μιλούν στα ΜΜΕ με ευκολία, διακρίνει η Δρ Τζουραμάνη. Όπως αναλύει, σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και το μορφωτικό επίπεδο και ο υψηλός δείκτης νοημοσύνης αυτών των ανθρώπων, καταρρίπτοντας με αυτόν τον τρόπο τους διάφορους μύθους σχετικά με το κοινωνικο-οικονομικό και όχι μόνο, επίπεδο των δραστών. «Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τη σκληρότητα αυτών των ανθρώπων και αυτό είναι κάτι που το μαρτυρά η βία που έχει ασκηθεί στα περιστατικά αυτά. Σε κάποιες πολύκροτες υποθέσεις, έγινε λόγος για πρόκληση ενός βασανιστικού θανάτου, το οποίο δείχνει η απαξίωση των δραστών τόσο στη ζωή, όσο και στον πόνο που βίωσαν τα θύματα», υπενθυμίζει.
«Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω το εξής: Δεν πρέπει να συγχέουμε την ψυχική νόσο με το έγκλημα, καθώς και αυτός ο μύθος πλέον έχει καταρριφθεί. Σε έναν γυναικοκτόνο δεν σημαίνει απαραιτήτως πως κρύβεται στο υπόβαθρο μια ψυχιατρική διαταραχή. Δεν συζητάμε λοιπόν για ψυχικές διαταραχές, ούτε για ψυχωσικό επεισόδιο που δεν υπάρχει επαφή με την πραγματικότητα. Δεν συζητάμε για έλλειψη καταλογισμού. Τουναντίον», αποσαφηνίζει η Δρ Τζουραμάνη.
Παρελθόν βίας
Σημαντικό επίσης, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αλλά και σύμφωνα με τα περιστατικά που έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη, πως δεν υπήρξε η “κακιά στιγμή”, ξεκαθαρίζει. Δεν υπάρχει καν στιγμή, πρόκειται για μια χρόνια συμπεριφορά, υπάρχει οπωσδήποτε παρελθόν βίας. Τα άτομα αυτά, μέσα στις σχέσεις τους είναι κακοποιητικά και υπάρχει κλιμάκωση. Πίσω από τα εγκλήματα αυτά, υπάρχουν χιλιάδες άλλες μορφές αθέατης βίας που συμβαίνουν καθημερινά μόλις γυρίσει το κλειδί στην πόρτα. Υπάρχει η ψυχολογική, η συναισθηματική και η λεκτική κακοποίηση, οι καθημερινές ταλαιπωρίες στα θύματα που συνδέονται με αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του δράστη, σημειώνει.
«Υπάρχει ένα μοντέλο συστηματικής κακοποίησης που στην απόλυτη κλιμάκωσή της φτάνει και στο φόνο», επισημαίνει η Δρ Τζουραμάνη.
Τα πρόωρα σημάδια
Ενημερώνει ότι αν και κάθε περίπτωση είναι εξατομικευμένη, και φυσικά έτσι πρέπει να προσεγγίζεται, στον κύκλο της βίας είναι βέβαιο ότι στην αρχή θα είναι παρούσες οι άλλες μορφές, δηλαδή η υποτίμηση, η εξύβριση, ο έντονος έλεγχος στη ζωή του θύματος, η ζήλεια, τα ξεσπάσματα θυμού.
Το προφίλ του θύματος
Αντίστοιχα, όπως τεκμηριώνει, δεν υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ για τα θύματα. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στην Ελλάδα, στο διάστημα της πρώτης καραντίνας, τρεις στις δέκα γυναίκες απάντησαν ότι είχαν υποστεί βία το προηγούμενο διάστημα. Στο σημείο αυτό, δίνεται η ευκαιρία να αναφερθεί πως «δεν πρέπει να συνδέουμε την αύξηση των γυναικοκτονιών με τις συνθήκες της πανδημίας. Σαφώς και οι ψυχοπιεστικές καταστάσεις παίζουν ρόλο στην εκδήλωση συμπεριφορών, ωστόσο δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποδίδουμε τα ακραία περιστατικά στις ειδικές συνθήκες της μεταβολής των κοινωνικών ρυθμών».
«Η βία θα συνεχίζεται όσο τροφοδοτείται»
Αντιθέτως, προτείνει ότι πρέπει να εστιάσουμε στα ελλείμματα της προσωπικότητας και στη δυσανεξία στην εγγύτητα που παρουσιάζουν τέτοιοι τύποι χαρακτήρων. «Η οικογένεια βρίσκεται σαφώς στην πρώτη γραμμή καθώς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές σχέσεις. Ακολουθεί το σχολείο και οι άλλοι θεσμοί που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και μπορούν να παρέχουν τη δυνατότητα για συγκρότηση άλλων μορφών ανδρισμού, πέραν της ηγεμονικής», εξηγεί η Δρ Τζουραμάνη.
Δεν θα αλλάξει
Επιστρέφοντας στις γυναίκες, σε όλες τις γυναίκες που μπορεί να είναι εν δυνάμει θύματα, να τονιστεί πως «δεν πρέπει να δέχονται τη βία και την κακοποίηση, οποιασδήποτε μορφής», συμβουλεύει. «Αν αισθάνονται εγκλωβισμό ή βιώνουν κακοποίηση, να μη διστάσουν να ζητήσουν βοήθεια ώστε να απομακρυνθούν εγκαίρως από το κακοποιητικό περιβάλλον», παροτρύνει. Τα χειριστικά χαρακτηριστικά γίνονται εμφανή από την αρχή σε μια σχέση, συχνά, όμως, υπάρχει η «παγίδα» ότι ο σύντροφος «θα αλλάξει», «κατάλαβε το λάθος του», «ήταν κουρασμένος και ξέσπασε» γεγονός που δεν ισχύει, αποσαφηνίζει. Όπως μας αποκαλύπτει, συχνά οι χειριστικές προσωπικότητες επιλέγουν να αλληλεπιδράσουν με συντρόφους που εμφανίζουν εξαρτητικά χαρακτηριστικά.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το “τραύμα της θυματοποίησης” έχει πολλαπλές συνέπειες σε βραχυπρόθεσμο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να δοθεί έμφαση στον σεβασμό των δικαιωμάτων των θυμάτων τόσο εντός, όσο και εκτός του ποινικού συστήματος. Οι γυναίκες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να μιλήσουν, να καταγγείλουν τη θυματοποίηση τους έγκαιρα και τελικά να “αποδράσουν” από τις κακοποιητικές σχέσεις. Όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνθρωποι να αντιμετωπίζονται με σεβασμό. Δεν μπορεί να παραληφθεί και ότι η Ελλάδα έχει ένα ισχυρό νομοθετικό οπλοστάσιο, καθώς ήταν από τις πρώτες χώρες που είχαν ποινικοποιήσει την ενδοοικογενειακή βία με το Ν.3500/2006, στον οποίο περιλαμβάνεται ένας ευρύτατος ορισμός της οικογένειας, καθώς και όλες οι μορφές ενδοοικογενειακής βίας (λεκτική, ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική)», καταλήγει.