Μαθήματα υποκριτικής παρέδωσε ο Άντονυ Χόπκινς στη ταινία «Η σιωπή των αμνών», στην οποία πρωταγωνιστούσε ως ένας πανέξυπνος και χειριστικός κατά συρροή δολοφόνος με το όνομα Χάνιμπαλ Λέκτερ. Το παγωμένο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει στα μάτια την κάμερα μέσα από το κελί του, απευθυνόμενος στη νεαρή μαθητευόμενη πράκτορα του FBI, Κλαρίς Στέρλινγκ έχει γράψει ιστορία.
Η Κλαρίς επισκέπτεται τον χρόνια έγκλειστο ψυχίατρο Χάνιμπαλ προσπαθώντας μέσα από τις πολύτιμες γνώσεις του να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό προφίλ ενός άλλου κατά συρροή δολοφόνου του Μπάφαλο Μπιλ, ο οποίος σκοτώνει διαδοχικά νεαρές γυναίκες στην Αμερική. Οι αστυνομικές αρχές βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αδυνατώντας να εντοπίσουν τον δράστη και να σταματήσουν τα στυγερά εγκλήματά του, επιστρατεύουν την Κλαρίς για να συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον ιδιοφυή Χάνιμπαλ, ο οποίος βρίσκεται σε φυλακές ύψιστης προστασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Στόχος της Κλαρίς είναι να μάθει από τον Χάνιμπαλ το όνομα του δολοφόνου που ψάχνει για να τον εντοπίσει και να τον συλλάβει. Ο Μπάφαλο έχει απαγάγει την κόρη μιας γερουσιαστού και η υπόθεση έχει πάρει τεράστια δημοσιότητα. Η φιλόδοξη Κλαρίς γοητεύεται από αυτή την ανεξιχνίαστη υπόθεση και την βλέπει ως πρόκληση για να ξεχωρίσει στον ανδροκρατούμενο επαγγελματικό της χώρο.
Αν και καταφέρνει να πλησιάσει τον Χάνιμπαλ πίσω από τα κάγκελα, δεν θα της παρέχει τη βοήθειά του τόσο εύκολα. Ξεκινάει ένας ψυχολογικός πόλεμος μεταξύ τους αφού την αναγκάζει να του εξομολογηθεί άσχημες αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια παίζοντας με την ψυχή, το μυαλό της και τις αντοχές της.
Η φιλοσοφημένη αυτή ταινία θεωρείται μέχρι σήμερα, 30 χρόνια μετά από την πρώτη προβολή της το 1991, ως η τρομακτικότερη κινηματογραφική ταινία. Παρά τις αρχικές αρνητικές εκτιμήσεις για την πορεία της, ήταν η πρώτη ταινία τρόμου που κατάφερε και απέσπασε πέντε Όσκαρ. Πρόκειται για αυτά της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, προσαρμογής σεναρίου, πρώτου γυναικείου στη Τζόντι Φόστερ (Κλαρίς) και πρώτου ανδρικού ρόλου στον Άντονι Χόπκινς (Χάνιμπαλ).
Μάλιστα, ο Άντονι Χόπκινς για να καταφέρει να αποτυπώσει πειστικά τον ρόλο του ψυχοπαθή κατά συρροή δολοφόνου, ο οποίος σκότωνε, τεμάχιζε και έτρωγε τα θύματά του παρακολούθησε ακροάσεις δολοφόνων και μελέτησε φακέλους της αστυνομίας. Το αποτέλεσμα όπως αποδείχθηκε τον δικαίωσε. Παρόλο που εμφανίστηκε συνολικά 16 λεπτά κατά τη διάρκεια της ταινίας, το ανατριχιαστικό βλέμμα του έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η βράβευση αυτή χάρισε διεθνή καλλιτεχνική αναγνώριση και τεράστια εμπορική επιτυχία, πάνω από 272 εκατομμύρια δολάρια, στα ταμεία των συντελεστών της ταινίας. Την παραγωγή ανέλαβε ο Τζιν Χάκμαν και τη σκηνοθεσία ο Τζόναθαν Ντέμι, ο οποίος μέχρι τότε είχε εμπειρία μόνο σε κωμωδίες. Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1988 και είναι εμπνευσμένο από πραγματικά εγκλήματα.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε αληθινές ιστορίες τριών κατά συρροή δολοφόνων που συγκλόνισαν την αμερικανική κοινωνία. Αφορούν τον Εντ Γκιν, ο οποίος έβγαζε και συνέλεγε το δέρμα των θυμάτων του ως τρόπαιο των αρρωστημένων πράξεών του, τον Τεντ Μπάντι, ο οποίος σκότωνε επιλεκτικά νέες, καταστόξανθες γυναίκες που του θύμιζαν την πρώην κοπέλα του την οποία δεν πείραξε ποτέ και τον Γκάρι Χάιντνικ, ο οποίος απήγαγε κορίτσια εγκλωβισμένα στο υπόγειο του σπιτιού του.
Μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με σκούρα χρώματα και χαμηλό φωτισμό κυριαρχούν το έντονο βλέμμα του Χάνιμπαλ, το άπειρο βλέμμα της Κλαρίς και οι ανατρεπτικοί διάλογοι μεταξύ τους με τη βραχνή φωνή και τη γλυκύτητα των δύο πρωταγωνιστών, αντίστοιχα. Οι δυο τους αποκτούν μια σχέση εμπιστοσύνης και ιδιόμορφης αγάπης. Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του, δρα οργανωμένα, χωρίς οίκτο μεταμέλειας καθώς ο κανιβαλισμός είναι στη φύση του. Χειραγωγεί με απόλυτη μαεστρία και σιγουριά την κουβέντα μεταξύ τους και την κατευθύνει εκεί όπου αυτός επιθυμεί. Δημιουργεί κάτι παράδοξο στο κοινό που παρακολουθεί αυτή τη σκηνή, την αίσθηση θαυμασμού ως προς την ιδιοφυία του.
Παρά το γεγονός ότι είναι έγκλειστος στο κελί του και υπάρχει αστυνομική προστασία, κυριαρχεί ένας φόβος χωρίς να υπάρχουν αποκρουστικές σκηνές τρόμου και μια αβεβαιότητα ως προς την ασφάλεια της Κλαρίς. Ο ίδιος φοράει μια λευκή στολή, αντί την κλασσική πορτοκαλί των κρατουμένων, η οποία παραπέμπει σε γιατρό. Άλλωστε ως ψυχίατρος επιβάλλεται και τελικά εισβάλει στο μυαλό της με έναν επιτακτικό τρόπο. Συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα της ταινίας, όπου αποδέχεται την πρόκλησή του και ξετυλίγει στον Χάνιμπαλ το πονεμένο σημείο της ψυχής της. Εκεί οι διάλογοι μεταξύ τους γίνονται ανατρεπτικοί και απολαυστικοί. Η πανοραμική λήψη της κάμερας που δείχνει από ψηλά τον χώρο της φυλακής, με μπροστινό πλάνο τα καλώδια ασφαλείας, την ώρα που οι συνάδελφοί της την απομακρύνουν από κοντά του, ενώ αυτή γυρίζει τρέχοντας πίσω στον Χάνιμπαλ για να συνεχίσουν την κουβέντα τους, με αυτόν να της χαϊδεύει το χέρι και στη συνέχεια να την κοιτάζει όρθιος καθώς αυτή φεύγει.
Η σχέση αλληλεξάρτησης που γεννήθηκε απρόσμενα μεταξύ τους από την εξομολόγηση των συναισθημάτων τους και κορυφώθηκε με ένα τρυφερό άγγιγμα, σε αντίθεση με το ψηλό επιβλητικό δωμάτιο με τους σκουρόχρωμους τοίχους, το ξύλινο καφέ πάτωμα και τον χαμηλό φωτισμό δημιουργεί μια εικόνα μυστηρίου και αγωνίας.
Στη διάρκεια των 118 λεπτών η ταινία καταφέρνει να αποτυπώσει πλήρως τα κοινωνικά νοήματα που προβάλει καθώς και τον αφηγηματικό της στόχο, όπως είναι η σχέση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τα όρια μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, αλλά και η δύναμη των μέσων ενημέρωσης στην επίλυση πολύπλοκων ζητημάτων όταν επιστρατεύονται πολιτικοί σκοποί. Αποδεικνύεται ότι στα ταξίδια του μυαλού ενός ψυχικά ασθενή, υπάρχει κενή θέση για έναν συνταξιδιώτη που θα σεβαστεί τη διαδρομή. Αυτό φαίνεται κιόλας από τη συμπάθεια που ανέπτυξε ο Χάνιμπαλ προς το πρόσωπο της ευγενικής Κλαρίς, ασχέτως αν το ανατρεπτικό τέλος της ταινίας μας εξιτάρει την φαντασία για το επόμενο συγκλονιστικό μέρος…