Η γλώσσα είναι η κυριότερη μορφή επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Επικοινωνεί ιδέες, συναισθήματα, απόψεις, ανάγκες. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου, παρατηρείται ότι ορισμένες γλώσσες παγκοσμίως τείνουν προς εξαφάνιση, δυσκολεύοντας τη μελέτη ενός ολόκληρου λαού, τον τρόπο αντίληψης αλλά και την κουλτούρα των ανθρώπων που την ομιλούν.
Τους λόγους που οδηγείται μια γλώσσα στην εξαφάνιση εξηγούν τρεις γλωσσολόγοι, μέλη της Γλωσσολογικής Εταιρείας Κύπρου, αποδεικνύοντας ότι οι λόγοι της εξαφάνισης τους ποικίλουν από χώρα σε χώρα σε χώρα. «Στη γλωσσολογία μιλάμε για γλωσσικό θάνατο, διότι γλώσσες χωρίς ανθρώπους να τις μιλούν δεν ζουν. Μια γλώσσα πεθαίνει όταν πεθαίνει και το τελευταίο άτομο που τη μιλούσε», εξηγεί ο γλωσσολόγος Σπύρος Αρμοστής.
Η πιο συνηθισμένη διαδικασία που οδηγεί στον γλωσσικό θάνατο δεν είναι ο αφανισμός των φυσικών ομιλητών και ομιλητριών της γλώσσας λόγω π.χ. πολέμου ή φυσικών καταστροφών. Συνήθως μια γλώσσα πεθαίνει επειδή ο πληθυσμός που τη μιλά σταδιακά αφομοιώνεται πολιτισμικά προς έναν άλλο πολιτισμό που μιλά μια άλλη γλώσσα, έτσι ο πληθυσμός αυτός γίνεται αρχικά δίγλωσσος και σιγά-σιγά αρχίζει να χρησιμοποιεί περισσότερο την άλλη γλώσσα παρά την πρώτη.
Όπως εξηγεί ο κ. Αρμοστής, «αυτή η γλωσσική και πολιτισμική αφομοίωση μπορεί να επιβληθεί (π.χ. σε αποικίες) ή να επιλεγεί από την ίδια την κοινότητα για λόγους κοινωνικούς και οικονομικούς. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν οι γονείς επιλέγουν να μη μεταδώσουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους, αλλά να τους μιλούν σε μια άλλη κυρίαρχη γλώσσα, μιλάμε για γλωσσική αυτοκτονία. Γλωσσική αυτοκτονία έχουμε και στην περίπτωση διαλέκτων, συγκεκριμένα όταν οι γονείς επιλέγουν να διακόψουν αυτή η διαγενεακή μετάδοση της μητρικής τους διαλέκτου προτιμώντας μια πρότυπη μορφή της ίδιας γλώσσας, λόγω του γοήτρου αυτής της πρότυπης ποικιλίας και των ευκαιριών κοινωνικοοικονομικής προαγωγής που μπορεί να προσφέρει η γνώση της».
«Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί κάποια στιγμή πεθαίνουν»
Απάντηση στο ερώτημα γιατί πεθαίνουν οι γλώσσες, δίνει και η Κοινωνιογλωσσολόγος και Μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου Κωνσταντίνα Φωτίου, η οποία εξηγεί ότι οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στον σταδιακό γλωσσικό θάνατο, είναι πολλοί, οι οποίοι μπορεί να είναι οικονομικοί που σχετίζονται με την αστικοποίηση και την κοινωνική μετακίνηση.
Σύμφωνα με την κα Φωτίου, «πολλές φορές η χρήση της ισχυρής γλώσσας οδηγεί σε μία ζωή με καλύτερες προοπτικές για παράδειγμα. Άλλοι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο είναι δημογραφικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα ο αριθμός των ομιλητών μίας γλώσσας, το κατά πόσο είναι διασκορπισμένοι σε διάφορους γεωγραφικούς χώρους, καθώς επίσης και το ποσοστό των γάμων με ομιλητές ή ομιλήτριες της ισχυρής γλώσσας, αλλά και θεσμικοί παράγοντες, για παράδειγμα εάν υπάρχει υποστήριξη από ένα κράτος ή άλλους φορείς για τη διατήρηση μιας γλώσσας ή ακόμη και αν μια γλώσσα έχει κρατική υπόσταση. Επίσης, το κύρος που έχει μια γλώσσα για τους ομιλητές της, το οποίο και προφανώς επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες κάποιοι από τους οποίους αναφέρθηκαν πιο πάνω, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, συμπληρώνει. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί κάποια στιγμή πεθαίνουν. «Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτός είναι ο κύκλος της ζωής. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι η προκαθορισμένη μοίρα μίας γλώσσας».
Τα τρία είδη του γλωσσικού θανάτου
Αντιθέτως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν μία συγκεκριμένη γλώσσα, αυτή η γλώσσα θεωρητικά μπορεί να ζήσει για πάντα. Εύλογα τότε γεννιέται το εξής ερώτημα, γιατί κάποιες γλώσσες πεθαίνουν;
Όπως εξηγεί η κα Φωτίου, «για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη γλωσσικού θανάτου, όπως είναι ο απότομος, ο ριζικός και ο σταδιακός γλωσσικός θάνατος. Ο απότομος γλωσσικός θάνατος συμβαίνει όταν λόγω κάποιου τραγικού γεγονότος ή μίας σειράς τραγικών γεγονότων, όπως για παράδειγμα είναι μια φυσική καταστροφή, γενοκτονία ή επιδημία, όλοι οι ομιλητές μίας γλώσσας πεθαίνουν ξαφνικά ή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ο ριζικός γλωσσικός θάνατος διαφέρει από τον απότομο γλωσσικό θάνατο γιατί δεν προϋποθέτει τον θάνατο των ομιλητών μίας γλώσσας. Σε αυτή την περίπτωση οι ομιλητές μίας γλώσσας επιλέγουν να μην μιλούν τη γλώσσα τους για να επιβιώσουν. Για παράδειγμα, η σφαγή χιλιάδων ιθαγενών στο Ελ Σαλβαδόρ το 1932 οδήγησε πολλούς επιζώντες και ομιλητές των Cacaopera και Lenca να σταματήσουν να μιλούν τις γλώσσες τους ως στρατηγική επιβίωσης για να γλιτώσουν από τον θάνατο».
Ο σταδιακός θάνατος από ισχυρότερη γλώσσα
Σύμφωνα με την κα Φωτίου, ο συνηθέστερος τύπος γλωσσικού θανάτου είναι αυτός που συμβαίνει σταδιακά και είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα επαφής με μία πιο ισχυρή γλώσσα. Σε αυτή την περίπτωση, μία γλωσσική κοινότητα, της οποίας η γλώσσα δεν είναι ισχυρή, σταδιακά επιλέγει να χρησιμοποιεί μία άλλη γλώσσα, η οποία είναι συχνά η γλώσσα της πλειοψηφίας μέχρις ότου τα πεδία χρήσης της μειονοτικής γλώσσας να μειωθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε οι νέες γενιές να μην γίνονται πλέον φυσικοί ομιλητές της γλώσσας των προγόνων τους.
«Παρατηρείται αρχικά η λεγόμενη γλωσσική μετατόπιση κατά την οποία σταδιακά οι ομιλητές επιλέγουν να μιλούν την ισχυρή γλώσσα σε βάρος της δικής τους σε όλο και περισσότερα πεδία χρήσης. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει άλλη κοινότητα στον κόσμο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα που παραγκωνίζεται τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο. Σύμφωνα με το βιβλίο του David Harrison, με τίτλο «Όταν οι γλώσσες πεθαίνουν» που έγραψε το 2007, σήμερα είναι ζωντανοί οι τελευταίοι/ες ομιλητές/ομιλήτριες του 50% των γλωσσών παγκοσμίως. Όταν οι άνθρωποι αυτοί γεράσουν και πεθάνουν, οι φωνές τους θα σωπάσουν. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους είτε θα επιλέξουν να μην μάθουν τη γλώσσα των προγόνων τους, είτε δεν θα έχουν την ευκαιρία να το πράξουν».
Ωστόσο, ο γλωσσολόγος κ. Αρμοστής αναλύοντας τον όρο γλωσσικός θάνατος που υιοθετείται από τη γλωσσολογία για να περιγράψει την εξαφάνιση μιας γλωσσικής ποικιλίας, συμπεραίνει ότι έχει αρκετά κοινά με τον βιολογικό θάνατο. «Ένα από αυτά είναι πως βιώνεται ως βαθιά θλίψη και πένθος από τον πληθυσμό που κάποτε μιλούσε αυτή τη νεκρή πλέον γλώσσα».
Και ενώ μετά το 1974 στην Κύπρο άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνιση των γλωσσών που μιλάει η μειοψηφία των κατοίκων της, δεν ισχύει το ίδιο για την θετική περίπτωση της γλώσσας Μανξ. Συγκεκριμένα, όταν στις 27 Δεκεμβρίου του 1974 πέθανε ο ψαράς Ned Maddrell, ο τελευταίος φυσικός ομιλητής της γλώσσας Μανξ που ομιλείτο στη Νήσο του Μαν, πέθανε και η γλώσσα Μανξ μαζί του, εξηγεί ο κ. Αρμοστής.
«Η γλώσσα αυτή όμως ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα ταυτότητας για τον πληθυσμό της νήσου, οπότε μετά το 1974 άρχισαν οι προσπάθειες αναβίωσης της γλώσσας από άτομα που είχαν μια κάποια γνώση της. Σήμερα η Μανξ αποτελεί σημαντικό παράδειγμα αναβίωσης γλώσσας».
«Η απώλεια μιας γλώσσας είναι ζημιά για την ανθρωπότητα»
Σύμφωνα με τον κ. Αρμοστή, ακόμη κι αν δεν ανήκουμε στην κοινότητα της οποίας η γλώσσα κινδυνεύει, και πάλι η απώλειά της είναι κάτι που αποτελεί ζημιά για το πολιτισμικό κεφάλαιο μιας περιοχής, χώρας, αλλά και της ανθρωπότητας. Όπως είπε, και ο νομπελίστας ποιητής, Octavio Paz, με κάθε γλώσσα που πεθαίνει σβήνεται και μια όψη του ανθρώπου.
«Για την επιστήμη της γλωσσολογίας το φαινόμενο γλώσσα αποτελεί παράθυρο ώστε να καταλάβουμε μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου. Όσες περισσότερες γλώσσες αναλύουμε, τόσο εγγύτερα βρισκόμαστε στο να κατανοήσουμε τη γλωσσική δυνατότητα που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος από τα υπόλοιπα. Για την επιστήμη λοιπόν, με κάθε γλώσσα που πεθαίνει, χάνουμε και μια ευκαιρία αυτογνωσίας ως ανθρώπινο είδος. Και γλώσσες χάνονται με τρομακτικά γρήγορους ρυθμούς, αφού υπολογίζεται πως μία γλώσσα πεθαίνει κάθε δύο εβδομάδες», υπογραμμίζει ο κ. Αρμοστής.
«Η γλώσσα είναι μέρος της ταυτότητας μας»
Ερωτηθείσα για το τι αντίκτυπο έχει στη ζωή μας ο θάνατος μιας γλώσσας, πώς μας επηρεάζει, ποιες είναι οι συνέπειες και πώς μπορούμε να το αποτρέψουμε, η Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Ναταλία Παύλου, αναφέρει ότι η γλώσσα αντικατοπτρίζει την κουλτούρα μας και το πλαίσιο στο οποίο μεγαλώσαμε και ζούμε. «Οι πλείστοι από εμάς θεωρούμε τη γλώσσα μας, μέρος του εαυτού μας και της ταυτότητας μας, όπως θα ήταν το χρώμα των μαλλιών μας ή των ματιών μας», εξηγεί η κα Παύλου.
Τι σημαίνει, λοιπόν, για εμάς και για την ανθρωπότητα όταν χάνονται οι γλώσσες; Όπως αναφέρει η κα Παύλου, πρώτα, χάνουμε μια μοναδική κουλτούρα και αντίληψη του κόσμου, καθώς η γλώσσα που μιλάμε μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
«Για παράδειγμα, στα Μογγολικά η λέξη γαλάζιο (απαλό μπλε) είναι ‘qinker’, ενώ η λέξη ‘huhe’ σημαίνει σκούρο μπλε, γεγονός που δείχνει ότι τα δυο χρώματα είναι αντιληπτά ως διαφορετικά. Στη περίπτωση όμως του ελαφρύ πράσινου και σκούρου πράσινου, και τα δυο χρώματα ονομάζονται ‘nogvgan’, δείχνοντας έτσι την έλλειψη διαφοροποίησης σε αυτά τα χρώματα. Στα Κινέζικα όμως, η λέξη ‘lan’ χρησιμοποιείται και για το γαλάζιο και σκούρο μπλε, ενώ η λέξη ‘lv’ περιγράφει και το ελαφρύ πράσινο και το βαθύ πράσινο. Παρόμοιες περιγραφές για γλώσσες και διάκριση χρωμάτων υπάρχουν σε διάφορα μέρη του κόσμου».
Επίσης, οι γλώσσες Dani και Bassa αναγνωρίζουν μόνο τις έννοιες του σκούρου και του ελαφρύ, όσον αφορά στο χρώμα. Χρώματα όπως το μαύρο, το μπλε και το πράσινο είναι χρώματα σκούρα ή κρύα, όπως λέγονται, ενώ τα πιο ελαφριά χρώματα, όπως το άσπρο, κόκκινο, πορτοκαλί και κίτρινο είναι χρώματα ζεστά, συμπληρώνει. «Ενώ λοιπόν το ανθρώπινο μάτι μπορεί να αντιληφθεί πληθώρα χρωμάτων, η κουλτούρα του χρώματος είναι η κατηγοριοποίηση στην οποία εκτίθεται κανείς με βάση τη γλώσσα. Στα Ελληνικά, όπως έχει αποδειχθεί, οι φυσικοί ομιλητές τείνουν να χάνουν τη διάκριση μεταξύ γαλάζιου και μπλε μετά από εκτενή παραμονή στο Η.Β., όπου η Αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί μόνο τον όρο μπλε, και όχι γαλάζιο. Αυτό συμβαίνει επειδή η αντίληψη των ομιλητών αλλάζει και αποδέχονται τα δυο χρώματα ως την ίδια κατηγορία», υπογραμμίζει η κα Παύλου.
Το τέλος μιας γλώσσας αποκλείει τη μελέτη ενός λαού
Ωστόσο, πέραν από την ανακάλυψη της συσχέτισης γλώσσας και αντίληψης, σοβαρό είναι και το θέμα που προκύπτει όταν μια γλώσσα πεθαίνει, καθώς τότε πεθαίνει και ένας ολόκληρος λαός, η κουλτούρα και η ταυτότητα του.
«Όπως και το αν χανόταν ένα είδους φυτού ή άγριας βλάστησης ή είδος ζώου, η ανθρωπότητα θα θρηνούσε το τέλος κάτι μοναδικού και την απουσία δυνατότητας μελέτης της φύσης και της συνύπαρξης του στο οικολογικό περιβάλλον, έτσι ακριβώς το τέλος ενός λαού και μιας γλώσσας μας αποκλείει από τη δυνατότητα να μπορούμε να μελετήσουμε τη γλώσσα, να την καταγράψουμε και να την διδάξουμε σε γενεές που θα ακολουθήσουν, εκτός και αν τους διδάξουμε αυτό που έχει μείνει ως απολίθωμα στο χρόνο, δηλαδή τη γνώση που πήραμε μέχρι και τον τελευταίο ζωντανό ομιλητή».
Σύμφωνα με την κα Παύλου, «αν για παράδειγμα, ήμασταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που μιλούσε μια συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο, ποιες θα ήταν οι πράξεις σας για να βεβαιωθείτε ότι η γλώσσα μπορεί να παραμείνει ζωντανή, έστω και αν εσείς δεν είσαστε; Η ερώτηση είναι όσο σημαντική θα ήταν η όποια άλλη ερώτηση αφορούσε περιορισμένο χρόνο για να γίνουν πράξεις προτού κάτι χαθεί για πάντα».
Όπως προκύπτει ο ρόλος των γλωσσολόγων είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη διατήρηση της γλωσσικής μας κληρονομιάς. Οι γλωσσολόγοι σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές είναι οι επαγγελματίες που φροντίζουν να καταγράψουν τη γλώσσα στο βέλτιστο βαθμό που τους επιτρέπουν οι συνθήκες και να την αναβιώσουν, συνήθως φτιάχνοντας υλικό που αφορά την εκμάθηση της γλώσσας σε νεότερους ομιλητές που θα συνεχίσουν να την μιλούν, να την χρησιμοποιούν και με τη σειρά τους να την μεταφέρουν στους απόγονους τους.
Λιγότεροι από 1.000 Μαρωνίτες μιλούν την κυπριακή αραβική
Συνολικά τρεις γλώσσες κινδυνεύουν να χαθούν από τους λιγοστούς ομιλούντες που ζουν στην Κύπρο. Η κυπριακή αραβική, η δυτική αρμενική και η κουρμπέτικη γλώσσα. Όπως αναφέρει ο κ. Αρμοστής, η Unesco έχει δημιουργήσει έναν Άτλαντα γλωσσών που βρίσκονται σε κίνδυνο, στον οποίο περιγράφεται η βιωσιμότητα διαφόρων γλωσσικών ποικιλιών. Σε αυτόν τον άτλαντα περιλαμβάνονται και δύο γλώσσες της Κύπρου, δηλαδή η κυπριακή αραβική και η δυτική αρμενική.
Συγκεκριμένα, η κυπριακή αραβική, η οποία είναι η γλώσσα της μαρωνιτικής κοινότητας του Κορμακίτη, υπολογίζεται ότι έχει σήμερα λιγότερα από 1.000 άτομα που τη μιλούν ως μητρική γλώσσα, εξηγεί ο κ. Αρμοστής, προσθέτοντας ότι στον άτλαντα της Unesco χαρακτηρίζεται ως σοβαρά απειλούμενη γλώσσα, λόγω του ότι ομιλείται επαρκώς ως μητρική από άτομα 50 ετών και άνω. Μάλιστα, ένας από τους λόγους διακοπής της μετάδοσης της γλώσσας ήταν η τουρκική εισβολή, με τον κ. Αρμοστή να αναφέρει πως, «η γλώσσα απειλείται, καθώς η διαγενεακή μετάδοση έχει διακοπεί λόγω κυρίως του διαρκοσπισμού της γλωσσικής κοινότητας μετά το 1974».
Όσον αφορά στη δυτική αρμενική γλώσσα, ο κ. Αρμοστής εξηγεί ότι είναι μία από τις δύο πρότυπες μορφές της αρμενικής γλώσσας, η οποία κινδυνεύει να εγκαταλειφθεί στα διάφορα μέρη του πλανήτη όπου ομιλείται, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται κι αυτή ως σοβαρά απειλούμενη γλώσσα, αφού είναι η γλώσσα της αρμενικής διασποράς, σε αντίθεση με την ανατολική αρμενική που είναι ασφαλής ως επίσημη γλώσσα της Αρμενίας. «Ένα από τα μέρη όπου ομιλείται η δυτική αρμενική είναι και η Κύπρος, καθώς είναι η μητρική γλώσσα της αρμενοκυπριακής κοινότητας», σημειώνει.
Η μυστική γλώσσα των Τουρκοκύπριων Ρομά
Ωστόσο, πέραν από αυτές τις δύο γλώσσες, απειλούμενη με εξαφάνιση είναι και η κουρμπέτικη γλώσσα, η γλώσσα των Τουρκοκύπριων Ρομά (των Κουρμπετών), προσθέτει ο κ. Αρμοστής. «Αυτή η γλώσσα είναι μυστική, καθώς τη μιλούν μόνο εντός της κοινότητας των Κουρμπετών και ποτέ μπροστά σε μη μέλη της κοινότητας. Λόγω του μικρού αριθμού των ατόμων που μιλούν τη γλώσσα αυτή, η κουρμπέτικη απειλείται επίσης με εξαφάνιση».
Οι πέντε απειλούμενες γλώσσες στην Ελλάδα
Βγαίνοντας από τα όρια της Κύπρου, θα ήταν καλό να καταγράψουμε τι γίνεται με τις απειλούμενες γλώσσες στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και τις γειτονικές μας χώρες. Όπως διευκρινίζει ο κ. Αρμοστής, και στην Ελλάδα υπάρχουν απειλούμενες με εξαφάνιση γλώσσες. Μία από αυτές είναι η αρομουνική, γνωστή ως βλαχική, η οποία χαρακτηρίζεται ως σαφώς απειλούμενη γλώσσα, αφού όλο και λιγότερο είναι η μητρική γλώσσα νέων ατόμων. Άλλη είναι τα αρβανίτικα, μια γλώσσα που ομιλείται π.χ. στην Πελοπόννησο και την Αττική και η οποία σήμερα χαρακτηρίζεται σοβαρά απειλούμενη. Άλλες απειλούμενες γλωσσικές ποικιλίες στην Ελλάδα είναι και η τσακωνική ελληνική και η καππαδοκική ελληνική, οι οποίες είναι και οι δύο σε κρίσιμο βαθμό απειλούμενες με εξαφάνιση. Η ποντιακή ελληνική επίσης χαρακτηρίζεται ως σαφώς απειλούμενη γλωσσική ποικιλία.
Παρόλα αυτά, άλλες δύο σοβαρά απειλούμενες γλωσσικές ποικιλίες της ευρύτερης περιοχής, σύμφωνα με τον κ. Αρμοστή, είναι και η γκρέκο ή καλαβρική ελληνική και η γκρίκο, δηλαδή η αντίστοιχη κατωιταλική ελληνική στην Απουλία της Ιταλίας. Επίσης, στη Γαλλία η βασκική χαρακτηρίζεται ως ευάλωτη γλώσσα, αφού ομιλείται μεν από παιδιά, αλλά είναι περιορισμένοι οι τομείς χρήσης της, ενώ η προβηγκιανή είναι σοβαρά απειλούμενη, όπως και αρκετές άλλες γλωσσικές ποικιλίες της Γαλλίας. Λίγο παραπέρα, σε παγκόσμιο επίπεδο, μερικές γλωσσικές ποικιλίες που κινδυνεύουν είναι για παράδειγμα η χαβαϊκή στην Αμερική (σε κρίσιμο βαθμό απειλούμενη), τα ελληνικά της Μαριούπολης στην Ουκρανία (σοβαρά απειλούμενη), η αραγωνική στην Ισπανία (σαφώς απειλούμενη), η τσερόκι στην Οκλαχόμα (σαφώς απειλούμενη), η πιραχά στη Βραζιλία (ευάλωτη) και η φαροϊκή στις Νήσους Φερόες (ευάλωτη).