Τις απαραίτητες αλλαγές του συστήματος που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο της πρόληψης και αντιμετώπισης των γυναικοκτονιών στην Κύπρο, εξηγεί η Βουλεύτρια Κερύνειας του Δημοκρατικού Συναγερμού Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν. Αρχικά, η κ. Σούπερμαν διευκρινίζει ότι «ο χαρακτηρισμός της δολοφονίας των γυναικών ως γυναικοκτονία συνιστά πράξη αντίστασης στην απόκρυψη μιας κοινωνικής πραγματικότητας και ξεσκεπάζει τη συνενοχή των σεξιστικών κοινωνιών. Αφορά την ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας που πηγάζει από βαθύτερα αίτια, αυτά που σχετίζονται με την ανισότητα των φύλων».
«Είναι αναγκαίο τα κράτη παγκοσμίως να αναγνωρίσουν το πρόβλημα γιατί πρόκειται για μια ευρεία παθογένεια και να δοθεί η αρμόζουσα σημασία που το ζήτημα επιτάσσει», τονίζει.
Ξεχωριστή μορφή εγκλήματος
Όπως υπογραμμίζει, «πρωτίστως θα πρέπει να τυποποιηθεί η γυναικοκτονία ως ξεχωριστή μορφή εγκλήματος για να δώσει ένα καθοριστικό πλήγμα σε απαράδεκτες αντιλήψεις που έχουν τις ρίζες τους στα βάθη των αιώνων, εις βάρος των γυναικών. Τέτοια τυποποίηση θα αναγκάσει τα κράτη να αναλάβουν ιδίως την υποχρέωση για την ενημέρωση των πολιτών και την εκπαίδευση των Αρχών, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού του εν λόγω εγκλήματος. Οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές έχουν ήδη δοθεί από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Όσο δηλαδή εκπαιδεύονται οι Αρχές για την αναγνώριση και κατ’ επέκταση την απόδειξη του εγκλήματος τόσο πιο ικανές θα γίνονται να εντοπίζουν τις περιπτώσεις αυτές και να λειτουργούν προληπτικά».
Νομική υπόσταση
Σύμφωνα με την κ. Σούπερμαν, «ο νομικός κόσμος είναι αναγκαίο να καταλάβει ότι ο εκσυγχρονισμός και η αναπροσαρμογή του δικαίου είναι αναγκαιότητα γιατί ακριβώς συνεχώς προκύπτουν νέες μορφές εγκλημάτων οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο δίκαιο. Οι μορφές αυτές, οι οποίες προκύπτουν μέσα από τη μελέτη κοινωνικών συμπεριφορών και την υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν την ομαλότερη δυνατή κοινωνική συμβίωση».
Αδυναμία κράτους
Όπως εξηγεί, «σήμερα υπάρχει αδυναμία του κράτους να προστατέψει τις γυναίκες από τον κίνδυνο του θανάτου από ένα βίαιο νυν ή πρώην σύντροφο. Υπάρχει έλλειψη αυτών των στοιχείων και μία εμφανής απροθυμία να κοιτάξουμε στο πρόβλημα της θανάσιμης βίας εναντίον των γυναικών με ουσιαστικό τρόπο».
Τι μπορεί να γίνει από πλευράς εκπαίδευσης – βελτίωσης του συστήματος
«Για να πετύχει η εξάλειψη ή η σημαντική μείωση των περιστατικών γυναικοκτονίας, όσον αφορά στην Αστυνομία επιβάλλεται πρωτίστως να αλλάξει η πατριαρχική κουλτούρα που είναι εμφανέστατη στον οργανισμό. Οι γυναίκες θα πρέπει να προωθηθούν και στη διοικητική ηγετική δομή», ξεκαθαρίζει.
Επίσης, εισηγείται την «προώθηση της εξειδίκευσης ειδικών κλιμακίων σε θέματα βίας στην οικογένεια, ισότητας και γενικότερα σε θέματα έμφυλης βίας. Υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων θνησιμότητας, της διάσπασης αυτών των δεδομένων ανά φύλο και, σε περίπτωση δολοφονιών, της διασφάλισης τεκμηρίωσης της σχέσης μεταξύ θύματος και δράστη. Αυτά τα δεδομένα μπορούν να συμπληρωθούν με πληροφορίες από διάφορες πηγές (π.χ. αστυνομία, δικαστήρια, ιατροδικαστές, οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον κλπ). Περαιτέρω χρειάζεται συντονισμός μεταξύ των αρμοδίων ακριβώς για την επιτυχή συλλογή των στοιχείων αυτών. Η συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας, του ιατρικού προσωπικού και άλλων σχετικών φορέων για τη συλλογή και αναφορά σχετικά με τη σχέση θύματος-δράστη και τα κίνητρα της γυναικοκτονίας είναι απαραίτητη».
Όπως σημειώνει, «θα πρέπει επίσης να ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη και την ενίσχυση μεθόδων έρευνας που βελτιώνουν την κατανόηση του κοινωνικού πλαισίου της γυναικοκτονίας, συμπεριλαμβανομένης της ανισότητας των φύλων». Επίσης, η «εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του υγειονομικού προσωπικού καθώς και του ιατρικού προσωπικού, ιατροδικαστών θα μπορούσε να επιτρέψει στο προσωπικό να βελτιώσει την τεκμηρίωση των περιπτώσεων γυναικοκτονίας και των συνθηκών που τις περιβάλλουν», συμπληρώνει. «Απαιτούνται κατευθυντήριες γραμμές που βασίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως σε σχέση με την κατηγοριοποίηση των σχέσεων θύματος-θύτη και πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό κακοποίησης».
Επιπλέον, όπως επισημαίνει, «υπάρχει ανάγκη να βελτιωθεί η ικανότητα των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης να εντοπίζουν τη βία από τους συντρόφους και τον κίνδυνο γυναικοκτονίας. Είναι γεγονός, ότι πολλές γυναίκες είχαν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας το έτος πριν από τη δολοφονία τους από τους συντρόφους τους. Η βελτίωση της ανίχνευσης της σοβαρής βίας από τους συντρόφους στα συστήματα υγείας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έχει προταθεί ως μέσο μείωσης του κινδύνου γυναικοκτονίας».
«Είναι αναγκαίο όπως εισαχθούν εργαλεία αξιολόγησης για τον εντοπισμό κινδύνων για βία και γυναικοκτονία μεταξύ συντρόφων όπως για παράδειγμα η κλίμακα αξιολόγησης κινδύνου, η οποία αξιολογεί συγκεκριμένα τον κίνδυνο που έχει για παράδειγμα, μια γυναίκα που αναζητά υγειονομική περίθαλψη για βία από στενό σύντροφο», υπογραμμίζει.
«Όπως και με τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης, θα ήταν ωφέλιμο για την αστυνομία και άλλα μέλη του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να λάβουν εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση για τον εντοπισμό και την τεκμηρίωση περιπτώσεων γυναικοκτονίας, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς των σχέσεων θύματος-θύτη. Η εκπαίδευση για την αστυνομία θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει οδηγίες σχετικά με την αφαίρεση όπλου και την επιβολή της νομοθεσίας περί όπλων σε περιπτώσεις οικογενειακής βίας», διευκρινίζει.
«Σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες προστασίας των παιδιών, οι πολιτικές και η εκπαίδευση για την αστυνομία θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον εντοπισμό και την υποστήριξη των παιδιών που πλήττονται από τη βία των συντρόφων και τη γυναικοκτονία», εξηγεί.
Επίσης, εισηγείται την «αύξηση της έρευνας πρόληψης και παρέμβασης».
«Συνολικά, ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί η γυναικοκτονία είναι η μείωση της βίας μεταξύ των οικείων συντρόφων», τονίζει.
Όπως αναφέρει «απαιτείται έρευνα με έμφαση στους δράστες και στους πιθανούς δράστες – για παράδειγμα, σε σχέση με παράγοντες κινδύνου και προστασίας. Απαιτούνται επίσης μελέτες για τη διερεύνηση περιπτώσεων σχεδόν θανατηφόρου βίας από οικείο σύντροφο, όχι μόνο να κατανοήσουν τις ανάγκες των επιζώντων και τα χαρακτηριστικά των δραστών αλλά και να ρίξουν φως στους παράγοντες που μπορεί να αποτρέψουν τη γυναικοκτονία».
«Υπό το φως των στοιχείων ότι η αποχώρηση από μια σχέση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο να σκοτωθεί μια γυναίκα από τον σύντροφό της , η έρευνα παρέμβασης θα πρέπει επίσης να αναφέρει και να εξετάζει πιθανές βλάβες των παρεμβάσεων και να εξετάζει μέτρα για μετριασμό», αναφέρει.
«Υπάρχει επίσης συσχέτιση μεταξύ της κατοχής όπλων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, και της διάπραξης οικείας γυναικοκτονίας. Έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ συσχέτισε την απόκτηση όπλου από τις γυναίκες για δική τους προστασία, με αυξημένο κίνδυνο οικείας γυναικοκτονίας στα χέρια ενός συντρόφου. Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να δολοφονηθούν εάν υπήρχε όπλο στο σπίτι τους», αποκαλύπτει.
Εγκλήματα «τιμής»
Επιπλέον όπως σημειώνει «υπάρχει ανάγκη να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση και η ανταπόκριση στους κινδύνους των δολοφονιών «τιμής» σε πρόσωπα που προέρχονται από χώρες όπου ενδέχεται να διαπράττονται τέτοιες δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτήτων μεταναστών. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας και όσοι ανήκουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης απαιτείται να εκπαιδευτούν και να ευαισθητοποιηθούν για την αναγνώριση των κοριτσιών και γυναικών που διατρέχουν κίνδυνο δολοφονίας που σχετίζεται με την «τιμή» αλλά και να εντοπίζουν τους άνδρες και άλλα μέλη της οικογένειας που υπάρχει δυνατότητα να διαπράξουν αυτή τη γυναικοκτονία».
«Η γυναικοκτονία διαφέρει από τις άλλες μορφές δολοφονίας επειδή είναι η σχετιζόμενη με το φύλο δολοφονία μιας γυναίκας μόνο επειδή είναι γυναίκα. Αυτό δείχνει ότι οι βαθύτερες αιτίες της γυναικοκτονίας διαφέρουν από άλλους τύπους δολοφονιών και σχετίζονται με τη γενική θέση των γυναικών στην κοινωνία, τις διακρίσεις κατά των γυναικών, τους ρόλους των φύλων, την άνιση κατανομή εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα συνήθη στερεότυπα φύλου, τις προκαταλήψεις και τη βία κατά των γυναικών», εξηγεί.
«Αυτό δείχνει ότι η γυναικοκτονία, σε γενικές γραμμές, δεν ταυτίζεται με τη δολοφονία, γιατί σύμφωνα με όλα τα χαρακτηριστικά και τις αιτίες της αντιπροσωπεύει την πιο ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών. Μόνο μια προσέγγιση που αναγνωρίζει αυτές τις διαφορές μπορεί να συμβάλει στη σωστή έρευνα, αναγνώριση και κατανόηση της γυναικοκτονίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών και αποδοτικών μέτρων για την εξάλειψη και την πρόληψή της. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της γυναικοκτονίας ως συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος είναι απαραίτητος για την κατάλληλη δράση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό της πιθανότητας να συμβεί γυναικοκτονία, μια γρήγορη απάντηση για την πρόληψη της γυναικοκτονίας, την αποτελεσματική έρευνα, την επεξεργασία και την επαρκή τιμωρία των δραστών», επισημαίνει.
«Γενικότερα η Νομική Υπηρεσία και τα Δικαστήρια θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουν να προσπαθούν να εντάξουν τα νέα μορφής αδικήματα, ή τα αδικήματα που φαίνεται να αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια κοινωνικών δεδομένων της εποχής και αντικατοπτρίζουν την πολυπλοκότητα της εποχής που ζούμε, στο γράμμα κάποιων νόμων ή κάποιων ορισμών. Η νομολογία σήμερα ειδικότερα της Ευρώπης έχει να δώσει σωρεία παραδειγμάτων όπου έχει υπερισχύσει σε αποφάσεις το πνεύμα και όχι το γράμμα κάποιων νόμων», καταλήγει.