Η δεκαετία του 1930 ήταν η περίοδος όπου άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες ταινίες τρόμου με έδρα τη Γερμανία. Το 1931 ήταν η χρονιά όπου για πρώτη φορά στα κινηματογραφικά δρώμενα θα δει το κοινό στη μεγάλη οθόνη, μια πραγματική ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου. Η ασπρόμαυρη ταινία ονομάζεται “Ο δράκος του Ντίσελντορφ” ή “Μ” και είναι εμπνευσμένη από τα ειδεχθή εγκλήματα του Πίτερ Κέρτεν.
Η πλοκή
Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας αρχές του 1930. Είναι η χρονική περίοδος όπου το ναζιστικό κόμμα ανέρχεται στην εξουσία της χώρας. Την ίδια εποχή οι κάτοικοι της πόλης αναστατώνονται από έναν κατά συρροή δολοφόνο μικρών κοριτσιών. Η αστυνομία τον ψάχνει πυρετωδώς, ωστόσο οι εντατικές έρευνες της σε κλειστούς χώρους χαλάνε τη δράση του υπόκοσμου. Οι έφοδοι της αστυνομίας σε μπαρ και χαρτοπαιχτικές λέσχες ταράζουν τα νερά των παράνομων συνηθειών. Έτσι, οι άνθρωποι του υποκόσμου αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τον δολοφόνο που εδώ και οκτώ μήνες δρα ανενόχλητος, χωρίς αποτέλεσμα από τις αρμόδιες αρχές. Αποφασίζουν λοιπόν να βάλουν σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο έναν επαίτη, ο οποίος θα περνά απαρατήρητος για να επιβλέπει τυχόν ύποπτες κινήσεις περαστικών. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν δράστη υπεράνω υποψίας, που στην καθημερινότητά του δεν θα έδινε δείγματα δολοφονικής συμπεριφοράς.
Άλλωστε, το κακό είχε παραγίνει και είχαν φθάσει στο σημείο να υποπτεύονται ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας τσακωμούς και άσκοπες συλλήψεις. Επίσης, το αντίτιμο της εύρεσης του δολοφόνου ήταν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο φιλοδοξούσαν να πάρουν όσοι κατέδιδαν τον δολοφόνο. Συνεπώς, μια μερίδα πολιτών μπαίνει στο παιχνίδι της παρακολούθησης. Παρατηρούν ποιοι συνοδεύουν μικρά κορίτσια, σταμπάροντας τον ύποπτο και οδηγώντας τον σε ένα κτήριο, όπου θα εξελιχθεί η καταδίωξη και το λαϊκό δικαστήριό του, πριν οδηγηθεί στα χέρια της αστυνομίας και καταδικαστεί.
Η επιρροή των ναζί
Σε σκηνοθεσία του Φριτς Λανγκ και σενάριο της Τέα φον Χάρμποου, οι ηθοποιοί Πίτερ Λόρε, Έλεν Γουίντμαν και Ίνγκε Λάντγκουτ προσπαθούν να αποτυπώσουν όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τον φόβο, την απόγνωση και τη διαστροφή για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία που σκηνοθέτησε ο Φριτς Λανγκ, ο οποίος πειραματίστηκε με τα τεχνολογικά μέσα της εποχής, ενώ μελέτησε από κοντά σε ψυχιατρική κλινική δολοφόνους παιδιών για να αποτυπώσει πειστικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο, αφού για να είναι μέχρι σήμερα μία από τις διαχρονικότερες ταινίες τρόμου, σημαίνει ότι το πέτυχαν.
Παρά την επιτυχία της ταινίας μετά την άνοδο της εξουσίας των ναζί στη Γερμανία, ο πρωταγωνιστής της ταινίας Πίτερ Λόρε, ο οποίος ήταν Εβραίος στην καταγωγή, αναγκάστηκε να φύγει από την χώρα για να σωθεί. Οι απόψεις του πολέμου είχαν επηρεάσει τους παραγωγούς των ταινιών, που αποτυπώνονται με έντονες σκηνές από την παράνομη και βίαιη δράση των αστυνομικών, οι οποίοι παραβιάζουν τα δικαιώματα των πολιτών στο όνομα του ελέγχου. Εκτός από την αυθαιρεσία των αρχών, επικρατεί χαμηλός φωτισμός, ασπρόμαυρες εικόνες και φιγούρες με σκιές που είναι δείγμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, δηλαδή μιας μορφής τέχνης που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920.
Λιγότερος διάλογος – περισσότερα συναισθήματα
Ένα σκηνοθετικό χάρισμα του Φριτς Λανγκ είναι ότι η ιστορία εξελίσσεται χωρίς να απεικονίσει τη βία των εγκλημάτων. Δημιουργεί όμως εικόνες όπως οι κραυγές της μάνας που ψάχνει τη μικρή κόρη της Έλη, η οποία δεν γύρισε ποτέ από το σχολείο και το πιάτο της έμεινε άδειο να την περιμένει στο τραπέζι, η μπάλα του κοριτσιού που κατρακυλά σε ένα θάμνο μετά τη συνάντηση με τον δολοφόνο και η εμπλοκή του μπαλονιού που της χάρισε για να τη δελεάσει στα ηλεκτροφόρα καλώδια της πόλης, οι οποίες προκαλούν αποτροπιασμό για τα στυγερά εγκλήματα που συνέβησαν. Ο σκηνοθέτης αφήνει τον φυσικό ήχο να μιλήσει, όπως το σφύριγμα του δολοφόνου καθώς περπατά στο δρόμο, ενώ αποδεικνύει και τη δύναμη της μάζας όταν νιώθει ότι απειλείται, στη σκηνή όπου το πλήθος λιντσάρει έναν ευγενικό ηλικιωμένο κύριο που μίλησε σε ένα άγνωστο κοριτσάκι, αλλά και την καχυποψία με την οποία κοιτούσαν τον πατέρα ενός παιδιού που το συνόδεψε μέχρι το σχολείο.
Η αληθινή ιστορία
Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι το 1931 όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία, ήταν η ίδια χρονιά όπου καταδικάστηκε σε θάνατο ο πραγματικός κατά συρροή δολοφόνος της ιστορίας αυτής. Ο Πίτερ Κέρτεν ήταν ένας ευγενικός μικροαστός, ο οποίος έπραττε τα δεκάδες εγκλήματά του ανενόχλητος από νεαρή ηλικία έως το 1930 που έγινε 47 ετών. Συνελήφθη τον Μάιο του 1930 και έναν χρόνο μετά στις 11 Μαΐου του 1931 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία. Μάλιστα, πολλοί είχαν προχωρήσει σε ψευδείς ομολογίες στην αστυνομία, ισχυριζόμενοι ότι είναι ο διάσημος δράκος, με απώτερο στόχο να κερδίσουν φήμη και αναγνώριση. Η σύλληψή του έγινε από ένα θύμα του που το άφησε να ζήσει μετά το βιασμό. Ερωτηθείς από τις αρχές γιατί δεν την σκότωσε, απάντησε ότι δεν υπήρχε λόγος αφού δεν έφερε αντίσταση.
Αποκεφαλίστηκε στην Κολωνία τον Ιούλιο του 1931, δύο μήνες μετά την προβολή της ταινίας που εξιστορεί τα εγκλήματά του, η οποία τον έκανε γνωστό παγκοσμίως και αποτελεί μελέτη περίπτωσης στην επιστήμη της Εγκληματολογίας. Λίγο πριν οδηγηθεί στη λαιμητόμο ρώτησε τον γιατρό της φυλακής αν κατά τον αποκεφαλισμό του θα άκουγε έστω για μια στιγμή το αίμα να πετάγεται από τον κομμένο του λαιμό. “Αυτή θα είναι η τελευταία απόλαυση”, αναφώνησε αμετανόητος πριν εκτελεστεί στη γκιλοτίνα.