Ο φετινός βαρύς χειμώνας και οι έντονες βροχοπτώσεις περιόρισαν την παραγωγή πατάτας στην Κύπρο και τις εξαγωγές στο εξωτερικό. Τη στιγμή, όμως, που υπήρχε έλλειψη κυπριακών πατατών, σε μεγάλη γνωστή υπεραγορά της Αθήνας εντοπίστηκαν μεγάλες ποσότητες οι οποίες πωλούνταν ως κυπριακές, οι οποίες, όμως, ανήκαν σε διαφορετική ποικιλία από αυτή που αναγραφόταν στο έντυπο διακίνησής.
Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού εξασφαλίσαμε αποδεικτικά στοιχεία της απάτης, ενώ από την έρευνά μας προέκυψε ότι εξελίχθηκε μια μεγάλη επιχείρηση στην Ελλάδα, με τη συνδρομή και των κυπριακών αρχών, μέσω της πρεσβείας στην Αθήνα, για να αντιμετωπιστεί η απάτη. Το πρόβλημα, πάντως, παραμένει επίκαιρο, αφού η πατάτα είναι ευάλωτη σε απάτες. Μάλιστα λόγω κορωνοϊού και μείωσης του τουρισμού στην Ελλάδα, έπεσαν οι τιμές στις ελληνικές πατάτες με επιτήδειους να τις πουλούν ακριβότερα ως κυπριακές, με αποτέλεσμα να μένουν στις αποθήκες απούλητες οι αυθεντικές κυπριακές, όπως μας κατήγγειλαν παραγωγοί.
Τα στοιχεία
Σε ό,τι αφορά την υπόθεση που εξελίχθηκε τον περασμένο χειμώνα στην Αθήνα, πατάτες οι οποίες πωλούνταν με ένδειξη κυπριακής παραγωγής, έπειτα από έλεγχο στον οποίο υποβλήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι δεν ανήκουν στην κατηγορία της αυθεντικής κυπριακής πατάτας, παρά το γεγονός ότι εξωτερικά είχαν το κοκκινόχωμα, το οποίο εμφανώς παραπέμπει στην κυπριακή παραγωγή.
Αναλυτικότερα, έγινε χημική ανάλυση (DNA) σε τρία διχτάκια με πατάτες σε εξειδικευμένο εργαστήριο στην Αγγλία, το οποίο ειδικεύεται στη γεωργική βιομηχανία. Ειδικότερα, τα δύο διχτάκια με πατάτες αγοράστηκαν την ίδια ημέρα από δύο διαφορετικά καταστήματα της γνωστής υπεραγοράς στην Αθήνα, ενώ το τρίτο διχτάκι με πατάτες αγοράστηκε μετά από 15 μέρες από τη γνωστή υπεραγορά σε άλλη περιοχή της Αθήνας. Ο λόγος ήταν για να μην υπάρξει υποψία ότι μπορεί να πρόκειται για λάθος.
Άλλωστε, σύμφωνα με στοιχεία είναι μια τακτική που γίνεται συστηματικά από τη συγκεκριμένη υπεραγορά και αυτό αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης (DNA). Όσον αφορά τα αποτελέσματα του DNA από τα τρία συνολικά διχτάκια που στάλθηκαν για ανάλυση ως δείγμα, παρατηρείται ότι δεν ανήκουν στην κατηγορία κυπριακής παραγωγής, η οποία αναγράφεται στην ετικέτα πώλησης. Συγκεκριμένα, αναγράφεται ότι ανήκουν στην κατηγορία Spunta, αλλά σύμφωνα με τα αποτελέσματα του DNA ανήκουν στις κατηγορίες Jelly και Liseta, οι οποίες δεν ανήκουν σε πατάτες κυπριακής παραγωγής. Η υπεραγορά, σε έλεγχο που έγινε από τις ελληνικές αρχές, δήλωσε ότι και η ίδια έπεσε θύμα απάτης.
Τεράστια κέρδη
Η κυπριακή πατάτα είναι ένα προϊόν με μεγάλη κατανάλωση και η διαφορά στην τιμή, καθώς είναι ακριβότερη από τις υπόλοιπες ποικιλίες, αποφέρει μεγάλα κέρδη στους επιτήδειους. Συνήθως για κάθε 1.000 τόνους «βαφτισμένης» πατάτας υπάρχει κέρδος 300.000 ευρώ, ποσότητα η οποία αντιστοιχεί σε πωλήσεις μίας εβδομάδας σε υπεραγορά της Αθήνας, μιας και ο πληθυσμός είναι μερικά εκατομμύρια κάτοικοι.
Το κέρδος για τους απατεώνες από την πώληση «βαπτισμένων» κυπριακών πατατών στην Ελλάδα ανέρχεται στα 20 εκατ. ευρώ τον χρόνο, όπως μας δήλωσε ο πρόεδρος της Παγκύπριας Ομάδας Πατατοπαραγωγών Ανδρέας Κάρυος. Αναλυτικότερα, όπως μας εξηγεί ο κ. Κάρυος το κέρδος από τις πωλήσεις αγγίζει τα 0,20 λεπτά του ευρώ το κιλό και αφορά 20.000 με 30.000 τόνους πατάτες τον χρόνο, με τον τόνο της πατάτας να κοστίζει γύρω στα 600 ευρώ.
Αλυσίδα εκμετάλλευσης
Οι ποσότητες πατάτας οι οποίες τον χειμώνα πωλήθηκαν στην Αθήνα είναι πολύ μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις ποσότητες τις οποίες μπόρεσε να παραγάγει η Κύπρος. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών, Γεώργιος Τάσου, μας είπε ότι τα κυκλώματα των απατεώνων «εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές, εκμεταλλεύονται και εμάς καθώς λιγοστεύουν οι ποσότητες που μπορούμε να πουλήσουμε στην Ελλάδα». «Βαφτίζουν πατάτες από άλλες χώρες κυπριακές, γιατί η κυπριακή πατάτα στην Ελλάδα είναι ξακουστή», πρόσθεσε.
Και στην Κύπρο
«Βάπτισμα» πατάτας παρατηρείται και στις κυπριακές υπεραγορές, όπως αναφέρουν τόσο ο κ. Τάσου όσο και ο πρόεδρος της Παγκύπριας Ομάδας Πατατοπαραγωγών Ανδρέας Κάρυος. Προμηθεύονται πατάτες από Ελλάδα, Γαλλία, Μαρόκο ή Αίγυπτο, λόγω χαμηλότερου κόστους, τις οποίες «βαπτίζουν» με κοκκινόχωμα και τις πωλούν ως κυπριακές, υπογραμμίζει ο κ. Τάσου. Αν κάποιος γνωρίζει, μπορεί να αντιληφθεί τις αιγυπτιακές, αφού όταν τις πλύνει είναι λείες. «Προσπαθούν να βρουν πατάτες οι οποίες έχουν παρόμοια εξωτερική εμφάνιση με τις κυπριακές, αρκεί να είναι σε χαμηλότερη τιμή». Το «βάπτισμα» γίνεται από εμπορευόμενους είτε Κύπριους είτε Έλληνες στην Ελλάδα και διοχετεύονται στην ελληνική αγορά. Παρά τους ελέγχους από τον υπουργό Γεωργίας, τον εμπορικό ακόλουθο στην Ελλάδα και το ελληνικό κράτος, η απάτη σταματά κατά καιρούς και πάλι συνεχίζεται γιατί το κέρδος είναι πολύ μεγάλο. Για να σταματήσει πρέπει να υπάρχει συνεχής έλεγχος. «Εάν τους αφήσεις ήσυχους δεν σταματούν. Επανέρχονται. Συνεχώς να κάνουμε τους ντετέκτιβ, μας ειδοποιούν ότι η τάδε υπεραγορά πουλάει πατάτες οι οποίες δεν είναι κυπριακές. Πρέπει να βρεθεί η χρυσή λύση, ώστε να φοβούνται να κάνουν το βάπτισμα», τονίζει.
Παραγωγοί πατάτας: Ζητούν σήμανση του προϊόντος
Η δυσκολία αναγνώρισης της αυθεντικής κυπριακής πατάτας είναι μεγάλη και χρειάζονται εμπειρία και γνώση για να την αντιληφθεί ο καταναλωτής. Το πρώτο στοιχείο από το οποίο μπορεί ο καταναλωτής να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για κυπριακή πατάτα είναι το κόκκινο χρώμα, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Γεώργιος Τάσου καθώς και η γεύση, την οποία αποκτά κάποιος αφού γευτεί διάφορα είδη πατάτας.
Επιπτώσεις
Σε αυτή την περίπτωση ο απλός καταναλωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τη διαφορά για την προέλευση της κάθε πατάτας, ώστε να μπορέσει να ξεχωρίσει την κυπριακή. Δεν έχει την εξειδικευμένη γνώση για να επιβεβαιώσει την αξιοπιστία και την εγκυρότητα της χώρας προέλευσης της πατάτας. Γι’ αυτό τον λόγο ο καταναλωτής είναι εύκολο να πέσει θύμα εκμετάλλευσης. Βέβαια, η εξαπάτηση του καταναλωτή δεν είναι το μόνο πρόβλημα στην περίπτωση του «βαπτίσματος» της πατάτας, αφού μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι Κύπριοι παραγωγοί, οι οποίοι βλέπουν τις πατάτες τους να μένουν απούλητες. Επίσης, η δυσφήμιση της κυπριακής πατάτας είναι μια άλλη επίπτωση αυτού του «βαφτίσματος». Συγκεκριμένα, ο καταναλωτής ο οποίος θα αγοράσει την πατάτα ως κυπριακή και θα τη γευτεί, διαπιστώνει ότι η γεύση είναι διαφορετική και αντιδρά αρνητικά. Ως αποτέλεσμα είναι ο πελάτης να θεωρεί ότι χάλασε η ποιότητα της κυπριακής πατάτας και να δημιουργήσει πιθανώς μια αρνητική εντύπωση σχετικά με την εγκυρότητα και αξιοπιστία της.
Βrand name
Για την κατοχύρωση της προέλευσης της κυπριακής πατάτας, ο κ. Τάσου προτείνει να γίνει η σήμανση των κυπριακών πατατών. Δηλαδή, να πιστοποιηθεί η πατάτα με ονομασία προέλευσης, ώστε η ΕΕ να βάζει μεγάλα πρόστιμα σε αυτούς που προσπαθούν να χρησιμοποιούν άλλες πατάτες και να τις πωλούν ως πατάτες Κύπρου, υποστηρίζει. «Χρειάζεται πολλή δουλειά για να γίνει κάτι ουσιαστικό. Πρέπει να καταγγελθούν οι υπεραγορές που πωλούν τις ‘βαπτισμένες πατάτες’, στις οποίες αναγράφεται πάνω στη συσκευασία ότι είναι κυπριακές. Χρειάζονται κοινές ενέργειες τόσο από τους πατατοπαραγωγούς, όσο και από το κυπριακό και το ελληνικό κράτος», καταλήγει.
Συνεργασία ελληνικών κυπριακών αρχών
Το συμβούλιο εμπορίας κυπριακών πατατών και η ομάδα πατατοπαραγωγών, προκειμένου να σταματήσουν την απάτη που έπληξε τον περσινό χειμώνα τους παραγωγούς, ενημέρωσαν τον εμπορικό ακόλουθο της κυπριακής πρεσβείας στην Αθήνα, ο οποίος με τη σειρά του έκανε τα σχετικά διαβήματα στις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
«Είχαμε συναντήσει τον υπουργό Γεωργίας της Κύπρου, ο οποίος έχει κάνει παραστάσεις προς τον υπουργό Γεωργίας της Ελλάδος. Σε τελευταία συνάντηση που είχαμε μαζί του, είπε ότι θα το επαναφέρει το θέμα. Επίσης,, οι συνεργάτες του συμβουλίου πατατών στην Αθήνα έχουν κάνει αναγκαία διαβήματα προς το Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας», μας αναφέρει ο πρόεδρος της Παγκύπριας Ομάδας Πατατοπαραγωγών κ. Ανδρέας Κάρυος.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που γίνονται από Ελλάδα και Κύπρο και την πίεση που ασκείται, το «βάπτισμα» των κυπριακών πατατών συνεχίζεται λόγω του μεγάλου κέρδους που αποφέρει. «Σταματούν λίγο με τις πιέσεις, αλλά επανέρχονται. Δεν είναι κάτι που σταματά», σημειώνει, και παρομοίωσε αυτή την παρανομία με τη δυσκολία καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών. «Πρόκειται για παρανομία την οποία δεν μπορείς να καταπολεμήσεις 100%».
Δυσκολία εντοπισμού
Η δυσκολία εντοπισμού των δραστών βρίσκεται και στο γεγονός ότι χρησιμοποιούν έγγραφα τα οποία αναφέρουν την προέλευση της πατάτας ως κυπριακή. «Το θέμα είναι να αποδείξεις ότι αυτό δεν είναι προϊόν της Κύπρου. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Δεν είναι εύκολο γιατί χρησιμοποιούν έγγραφα και πιστοποιήσεις από Κύπρο. Επειδή βάζουν σ’ αυτές κοκκινόχωμα, ξεγελάει το μάτι του καταναλωτή. Όταν βάζουν και έγγραφα, τα οποία φέρουν κυπριακή ένδειξη, είναι δυσκολότερο να εντοπιστεί το «βάπτισμα». Η δυσκολία είναι στην απόδειξη», αναφέρει ο κ. Κάρυος. Αλλά, «αυτοί οι επιτήδειοι χρησιμοποιούν χαρτιά από την Κύπρο, έχουν μεταφέρει και χώμα στην περιοχή της Θήβας. Γιατί οι υπηρεσίες της Ελλάδος είχαν επιθεωρήσει μια τέτοια αποθήκη και βρήκαν μέσα πατάτες και κοκκινόχωμα», εξηγεί. Γίνεται αισχροκέρδεια και δυσφήμιση της κυπριακής πατάτας, γιατί δεν έχει την ποιότητα και τη γεύση της κυπριακής. Ο μέσος καταναλωτής μπορεί εύκολα να πέσει θύμα, αλλά ένας έμπειρος μπορεί να καταλάβει εάν πρόκειται για αυθεντική κυπριακή πατάτα ή όχι.