Το εμπόριο παιδικής πορνογραφίας είναι ένα διεθνικά οργανωμένο έγκλημα, το οποίο εκτιμάται ότι υλοποιείται ως βιομηχανία μέσω εξαιρετικά πολύπλοκων κυκλωμάτων και αποφέρει στους εγκληματίες κέρδος που ξεπερνά συνολικά τα 3 δισ. δολάρια τον χρόνο, αναφέρει η εγκληματολόγος, ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια και υποψήφια διδάκτωρ Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Όλγα Τζουραμάνη. «Μάλιστα υποστηρίζεται πως έχει ξεπεράσει το εμπόριο των ναρκωτικών και των όπλων», τονίζει. Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού παράγεται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Αφρικής όπως η Βενεζουέλα, η Βραζιλία, η Ταϊλάνδη, η Σιγκαπούρη και η Αλγερία. Το ποσό που καταβάλλεται για την απόκτηση υλικού παιδικής πορνογραφίας εκτιμάται σύμφωνα με την ηλικία των θυμάτων, με το αν είναι πρωτότυπο υλικό ή αντιγραφή, αλλά και με τη σκληρότητα του περιεχομένου, εξηγεί η κ. Τζουραμάνη.
Δεν αφήνουν «ίχνη»
Ο εντοπισμός των δραστών παιδικής πορνογραφίας είναι εξαιρετικά δύσκολος. Κι αυτό γιατί εμπίπτει στους τύπους εγκλημάτων με σημαντικό σκοτεινό αριθμό εγκληματικότητας, δηλώνει η λέκτορας Δικανικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Αλέξια Ζάλαφ. «Αυτός ο σκοτεινός αριθμός εγκλημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί ποσοτικά και έτσι καθιστά πολύ δύσκολη την κατανόηση του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος για την κοινωνία», προσθέτει.
Γονείς, επιβάλλεται να ενημερώσετε τα παιδιά σας
Είναι απαραίτητη η δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ γονέα και παιδιού, ο διάλογος και η ειλικρινής επικοινωνία, υπογραμμίζει η δρ Τζουραμάνη. «Οι γονείς πρέπει να ενημερώνουν τα παιδιά τους για το ζήτημα της παιδοφιλίας γενικότερα. Άλλωστε, το κλειδί της πρόληψης βρίσκεται στην ενημέρωση και η καλύτερη άμυνα των παιδιών είναι η γνώση».
Όσον αφορά την ηλικία των παιδιών, σε μικρότερες ηλικίες η ενημέρωση μπορεί να γίνει μέσα από ένα παραμύθι. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο ανοιχτά. Το παιδί πρέπει να είναι και ενημερωμένο και υποψιασμένο, έτσι ώστε εάν έρθει αντιμέτωπο με μια τέτοια κατάσταση να έχει αυξημένες πιθανότητες να προστατεύσει τον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση, αντί να προσπαθούν οι γονείς να εντοπίσουν έναν παιδόφιλο, είναι πιο χρήσιμο να κάνουν το παιδί τους δυσκολότερο «στόχο» για τον επίδοξο παιδόφιλο, ο οποίος προτιμά τα ευάλωτα παιδιά. «Το παιδί που λαμβάνει αγάπη, προσοχή και υποστήριξη από το σπίτι του δεν θα την αναζητήσει αλλού», τονίζει η δρ Τζουραμάνη.
Παιδί-θύμα
Στην περίπτωση που κάποιος, για παράδειγμα γονέας ή εκπαιδευτικός, γίνει μάρτυρας αυτών των σοβαρών αποκαλύψεων, πρέπει αρχικά να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να μην πανικοβληθεί, συμβουλεύει η δρ Τζουραμάνη. Πρέπει να βοηθήσει το παιδί-θύμα να κατανοήσει πως δεν έχει καμία ευθύνη για αυτό που του συνέβη και ότι δεν το έχει προκαλέσει το ίδιο. «Είναι πολύ σημαντικό να διαβεβαιώσει το παιδί πως, με την αποκάλυψη αυτή, δεν κινδυνεύει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο», τονίζει. Είναι σύνηθες ότι το αίσθημα του φόβου για την ασφάλεια ή την απώλεια αγαπημένου προσώπου, π.χ. κάποιου γονέα, είναι το «όπλο» που χρησιμοποιεί ο δράστης προς το παιδί για να μην προβεί σε αποκαλύψεις. Τέλος, στις περιπτώσεις της παιδικής πορνογραφίας, να αναφερθεί πως και το ίδιο το υλικό χρησιμοποιείται ως «όπλο» και δημιουργείται στο παιδί το αίσθημα της ντροπής, υπογραμμίζει η δρ Τζουραμάνη. «Ο χρόνος της αποκάλυψης διαφέρει, μπορεί να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου και αρκετές φορές μπορεί να γίνει ακόμα και μετά την ενηλικίωση».
Σχετικά με την υποστήριξη των θυμάτων, «τονίζουμε πως κρίνεται απαραίτητο η υποστήριξη να παρέχεται από εξειδικευμένους επαγγελματίες που μέσα από δομημένες θεραπευτικές παρεμβάσεις θα αναγνωρίσουν και θα ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει τόσο το παιδί, ανάλογα με την ηλικία του, όσο και τα άλλα μέλη της οικογένειας», υποστήριξε η δρ Τζουραμάνη. «Μέγιστη ανάγκη, κατά τη θεραπευτική διαδικασία, να δημιουργηθεί το αίσθημα της ασφάλειας», τονίζει.
Ποιο είναι το προφίλ του παιδόφιλου
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους όρους «παιδόφιλος» και «παιδεραστής»; «Είναι πολύ σημαντικό να αποσαφηνίσουμε αυτούς τους δύο όρους καθώς αφορούν δύο ξεχωριστές κατηγορίες ατόμων», απαντά η εγκληματολόγος δρ Τζουραμάνη. Συγκεκριμένα, ο όρος «παιδοφιλία» δεν περιλαμβάνει απαραίτητα την προσπάθεια σεξουαλικής επαφής με ανήλικο, ενώ ο πιο ειδικός όρος «παιδεραστία» αναφέρεται ακριβώς στη σεξουαλική πράξη.
Οι ψυχολόγοι αποφεύγουν να δημιουργούν προφίλ ατόμων με παιδοφιλικές συμπεριφορές, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία στερεότυπων, αναφέρει η λέκτορας Δικανικής Ψυχολογίας δρ Ζάλαφ ερωτηθείσα σχετικά. «Αντί αυτού, υπάρχουν παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι συμβάλλουν σημαντικά στις παραφιλίες, όπως η παιδοφιλία, η επιδειξιομανία και ο βιασμός. Αναλυτικότερα, η ψυχολογική και η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία, η οικογενειακή δυσλειτουργία και προβλήματα συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία θεωρούνται γενικοί παράγοντες αναπτυξιακού κινδύνου για παραφιλίες», υποστηρίζει η λέκτορας Δικανικής Ψυχολογίας.
Διαταραχή
Η παιδοφιλία είναι ένα είδος παραφιλίας (σεξουαλικής παρέκκλισης) που αφορά ένα έντονο, μη φυσιολογικό ενδιαφέρον προς τα παιδιά, εξηγεί η δρ Τζουραμάνη. «Πρόκειται για μια ψυχοσεξουαλική διαταραχή στην οποία το μέσο σεξουαλικής διέγερσης είναι η φαντασίωση με παιδιά προεφηβικής ηλικίας, συνήθως 13 ετών και κάτω. Το ενδιαφέρον μπορεί να στρέφεται σε παιδιά του ίδιου φύλου ή σε παιδιά του άλλου φύλου».
Όσον αφορά το προφίλ των παιδόφιλων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο θα πρέπει να τονιστεί, λέει η δρ Τζουραμάνη, ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος τύπος δράστη παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο, δεν υφίσταται ομοιογένεια, ούτε παρουσιάζουν ταύτιση στα κίνητρά τους. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για την αναγνώρισή τους. Στους συλλέκτες και διαχειριστές πορνογραφικού υλικού υπάρχουν είτε άτομα με ψυχοσεξουαλική διαταραχή, πιο συγκεκριμένα παιδοφιλία, είτε πελάτες που αναζητούν καινούργιες σεξουαλικές εμπειρίες, είτε επαγγελματίες που κερδοσκοπούν διακινώντας και αναπαράγοντας πορνογραφικό υλικό.
25-50 ετών
Τα κυριότερα δημογραφικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τους παιδόφιλους, σύμφωνα με τη δρα Τζουραμάνη, είναι ότι έχουν ηλικία συνήθως από 25 έως 50 ετών, είναι πιθανότερο να εργάζονται, σε αντίθεση με τους βιαστές, και έχουν συνήθως πάνω από το μέσο επίπεδο ευφυΐας. Συνήθως απασχολούνται σε επαγγελματικούς τομείς με ελάχιστη κοινωνική αλληλεπίδραση, η επικοινωνία τους με τα παιδιά αποτελεί καθημερινή δραστηριότητα και ασχολούνται έντονα με τον χώρο του διαδικτύου, εξήγησε.
Υπεράνω υποψίας
Οι δράστες είναι συνήθως άτομα υπεράνω υποψίας που δείχνουν φυσιολογικά, ενώ είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με έρευνες, ότι η πλειονότητα όσων ανταλλάσσουν εικόνες παιδικής πορνογραφίας online, δεν θα το έκαναν ποτέ offline. Δηλαδή με τη βοήθεια του διαδικτύου οι δράστες παρουσιάζουν πλευρές του εαυτού τους που αλλιώς θα παρέμεναν κρυμμένες ή αδρανείς.
Πολλοί από αυτούς υπήρξαν στο παρελθόν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης (φαύλος κύκλος θυματοποίησης) και αντιμετωπίζουν δυσκολίες ενσυναίσθησης. Οι χρήστες παιδικής πορνογραφίας είναι πολύ πιθανό να έχουν κάποια ερωτική σχέση, πανεπιστημιακή μόρφωση και λευκό ποινικό μητρώο. Γι’ αυτό, είναι ιδιαίτερα δυσχερής η σκιαγράφηση του εγκληματικού τους στερεοτύπου, σύμφωνα με στοιχεία από την έρευνα της Jennifer P. Schneider το 2000.
Τα κοινά γνωρίσματα
Ωστόσο οι δράστες της παιδικής διαδικτυακής πορνογραφίας έχουν και κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τους κυβερνοεγκληματίες, όπως εξηγεί η δρ Τζουραμάνη. Αναλυτικότερα, έχουν αρκετή γνώση τεχνολογίας, περιφρονούν τους νόμους, είναι από τη φύση τους χειραγωγοί και ριψοκίνδυνοι, έχουν έντονη φαντασία και το 95% των περιπτώσεων είναι άνδρες. Οι κυβερνοεγκληματίες υποκινούνται από διάφορους λόγους, όπως είναι ο εθισμός, η περιέργεια, η πλήξη, η πνευματική πρόκληση, το οικονομικό κέρδος, ο πολιτικός ακτιβισμός και η εκδίκηση. Άλλοι πάλι πάσχουν από ψυχαναγκαστική διαταραχή, ναρκισσισμό ή εθιστική συμπεριφορά.
Το προφίλ του παιδεραστή
Από την άλλη ο παιδεραστής δεν αφήνει τις ορμές του με παιδιά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας του, αλλά προβαίνει και στην πραγματοποίησή τους, σύμφωνα με τη δρα Τζουραμάνη. Λαμβάνοντας υπόψη υποθέσεις που έχουν έρθει στην επιφάνεια, είναι συνήθως άντρας, άνω των 30 ετών, ετεροφυλόφιλος, ελεύθερος, με λίγους φίλους της ηλικίας του. Αν είναι παντρεμένος, πιθανότατα να είναι πατέρας με περιορισμένη ή καθόλου ερωτική ζωή με τη σύντροφό του, υπογραμμίζει. Είναι άτομο που μπορεί να ανήκει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και να είναι αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας. Πολλές φορές έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά και ο ίδιος ως παιδί, και τα θύματά του είναι της ίδιας περίπου ηλικίας που είχε αυτός όταν κακοποιήθηκε. Ανήκει συνήθως στο περιβάλλον του παιδιού ή της οικογένειας και έχει καλές σχέσεις με τα παιδιά για να μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Μπορεί να είναι ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο γείτονας, ο θείος, ο πατριός ή κάποιο άτομο «υπεράνω πάσης υποψίας», ενώ είναι λίγες οι περιπτώσεις που είναι άγνωστος στο παιδί.
Αμετανόητοι
Κάποιοι φτιάχνουν δικαιολογίες για να αποφεύγουν την ανάληψη ευθύνης για τις πράξεις τους, έχουν έλλειψη ενσυναίσθησης για όσα προκαλούν και δεν μετανοούν για όσα διέπραξαν. Μπορεί να κατηγορήσουν τα παιδιά, ότι είναι ελκυστικά ή σεξουαλικώς προκλητικά. Επίσης υποστηρίζουν καθώς το πιστεύουν ότι «διδάσκουν» στο παιδί «τα μυστικά της ζωής» ή «την αγάπη» και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να μην χτυπήσουν ποτέ την πόρτα ενός ψυχοθεραπευτή ζητώντας βοήθεια, γιατί δεν πιστεύουν ότι τα βλάπτουν», αναλύει η δρ Τζουραμάνη.
Ψυχολογικό υπόβαθρο
Έχουν ναρκισσιστικά και αντικοινωνικά, ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, είναι δύστροποι, σχιζοειδείς και υποφέρουν από διάφορες διαταραχές της διάθεσης και αγχώδεις διαταραχές, όπως ανέφερε η δρ Τζουραμάνη. «Δεν έλκονται από το σώμα των παιδιών αλλά από την παιδικότητα και την αθωότητα που συμβολίζουν». Η σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά αυξάνει στον δράστη την αίσθηση της παντοδυναμίας. Είναι πιθανό, όπως εξηγεί, να υποφέρουν από άγχος εγκατάλειψης και μέσω των πράξεών τους επανακτούν μια αίσθηση κυριαρχίας και ελέγχου. Μέσα από το θύμα του, ο παιδόφιλος αποκτά μια ψευδαίσθηση δεύτερης ευκαιρίας να ξαναζήσει την παιδική του ηλικία. Επιπλέον, ένας παιδόφιλος ικανοποιείται από την υποχωρητικότητα και την ευπιστία του παιδιού. Είτε με εκφοβισμό, καλόπιασμα, άσκηση γοητείας και ψεύτικες υποσχέσεις, απομονώνει το παιδί έχοντας ως σκοπό να κάνει το παιδί να εξαρτάται απόλυτα απ’ αυτόν. Οι σεξουαλικές πράξεις με παιδιά ενισχύουν το «εγώ» του, αφού είναι πιο αδύναμα σωματικά, επιδεκτικά στη χειριστικότητα και εξαρτώνται από τους άλλους. Σε σύγκριση με τα παιδιά, ο παιδόφιλος είναι πάντα ο πιο δυνατός και ο πιο σοφός, ανέφερε η δρ Τζουραμάνη. «Στην περίπτωση που τα παιδιά τους απορρίψουν τότε μπορεί να γίνουν είτε εκδικητικοί προς τους άλλους είτε να οδηγηθούν σε μια μανία αυτοκαταστροφής».
Οι πιο ευάλωτες ομάδες παιδιών
Οποιοσδήποτε ανήλικος μπορεί να θυματοποιηθεί, αφού σε αυτό βοηθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεαρής ηλικίας, σύμφωνα με τη δρα Τζουραμάνη, όπως είναι η αφέλεια, η εμπιστοσύνη, η περιέργεια, η ανάγκη για προσοχή, στοργή και η επιθυμία για περιπέτεια. Στην περίπτωση του διαδικτύου, όπως και οι θύτες, έτσι και τα θύματα προέρχονται από οποιοδήποτε οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον και το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση του διαδικτύου.
Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τα κορίτσια να βιώσουν σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, ιδιαίτερα όταν οι μητέρες ήταν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και χρήστες ναρκωτικών, αναφέρει με τη σειρά της η δρ Ζάλαφ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παρουσία αυτών των παραγόντων στη ζωή ενός παιδιού απλώς αυξάνουν τον κίνδυνο τέτοιας θυματοποίησης και δεν οδηγεί αυτομάτως σε επακόλουθη θυματοποίηση, διευκρίνισε η δρ Ζάλαφ.
Χαρακτηριστικά θυμάτων
Ορισμένα ατομικά χαρακτηριστικά, τα οποία ενδέχεται να μετατρέψουν κάποιους ανήλικους σε ευκολότερο στόχο, σύμφωνα με τη δρα Τζουραμάνη, είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, οι φοβίες, η ψυχική ασθένεια (κατάθλιψη), οι μαθησιακές δυσκολίες, το ιστορικό αποτυχιών, οι κακές γονικές σχέσεις, η έλλειψη φροντίδας και η ανεπαρκής σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Τα θύματα μπορεί να προέρχονται από ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο τους έχει δημιουργήσει την τάση να αναμένουν την κακοποίηση ως κάτι «φυσιολογικό». Ενδέχεται ακόμη, είπε, να βρίσκονται υπό την κηδεμονία του κράτους, ή να προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες, με πτωχή εποπτεία. Επίσης, όταν απουσιάζει ο πατέρας ή υπάρχει θετός πατέρας, όταν η μητέρα έχει εξωτερική εργασία, είναι ασθενής ή ανάπηρη. Επιπλέον, ανέφερε, τα μοναχικά, εσωστρεφή παιδιά, που δυσκολεύονται να αναπτύξουν φιλίες με συνομήλικούς τους, και τα οποία έχουν εμπειρίες ενδοοικογενειακής και εξωοικογενειακής σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής κακοποίησης.
Ιδιαίτερα ευάλωτα, όπως εξηγεί η δρ Τζουραμάνη, είναι τα παιδιά με νοητική υστέρηση και με ισχυρό αίσθημα υπακοής προς τους ενηλίκους. Επίσης, ανήλικοι οι οποίοι επιθυμούν να επαναστατήσουν ενάντια στη γονική επίβλεψη και παιδιά τα οποία είναι πρόθυμα να συνεργαστούν με τους εκμεταλλευτές έναντι υλικών ανταλλαγμάτων, όπως χρήματα ή ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Επιπρόσθετα, συναισθηματικά ανώριμα ή μπερδεμένα παιδιά ως προς τη σεξουαλική τους ταυτότητα αφού, καθώς εξερευνούν τη σεξουαλικότητά τους, απομακρύνονται από τον έλεγχο των γονέων και αναζητούν νέες σχέσεις, εκτός της οικογένειας. Με πρόσχημα την ανωνυμία, συνήθως είναι τολμηρότερα στο διαδίκτυο, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνουν απόλυτα τις πιθανές συνέπειες, καταλήγει.
Απόσπασμα από το ρεπορτάζ που τιμήθηκε με το Β’ Βραβείο καλύτερου δημοσιογραφικού κειμένου 2019, από το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων.