Ζητήματα πρακτικότητας εγείρονται στην εφαρμογή του νομοσχεδίου για τη χρήση των φορητών καμερών στις στολές των αστυνομικών της Κύπρου και στα περιπολικά τους. Όπως προέκυψε στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών την Τετάρτη 15 Μαρτίου, η απουσία του Βοηθού Εισαγγελέα από την αίθουσα της Βουλής άφησε αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις πρόνοιες του εν λόγω νομοσχεδίου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πότε επιτρέπεται ο αστυνομικός να πατήσει το κουμπί της βιντεογράφησης και πότε μπορεί να κρίνει ότι πρέπει να επέμβει άμεσα με ανοιχτή την κάμερα, χωρίς να δεχτεί ο ίδιος ποινικές κυρώσεις;
Αναγκαίος ο Βοηθός Εισαγγελέα
Όπως προκύπτει, τις απαντήσεις στις διαφωνίες των εκπροσώπων των συνδέσμων αστυνομικών είναι σε θέση να δώσει ο Βοηθός Εισαγγελέα, καθώς την Τετάρτη δεν ήταν παρόν στην Επιτροπή. Συμβολή – κλειδί, λοιπόν, στην ψήφιση του νομοσχεδίου φαίνεται πως είναι η παρουσία του Βοηθού Εισαγγελέα στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής, ο οποίος είναι και ο πλέον κατάλληλος για να απαντήσει στα πρακτικά ερωτήματα των συνδικαλιστικών αστυνομικών οργανώσεων. Όπως εξηγεί η Βουλεύτρια και Αναπληρώτρια Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών Φωτεινή Τσιρίδου, το νομοσχέδιο αναμένεται να τεθεί ενώπιον των αρμοδίων και στην επόμενη συνεδρία της Βουλής. «Έχουν εκφραστεί όλες οι απόψεις, έχουν μελετηθεί οι πρόνοιες του νομοσχεδίου, όμως υπάρχουν προβληματισμοί για το πώς θα συλλέγεται το μαρτυρικό υλικό».
«Δεν έχει προοπτική ρεαλισμού»
Μερικούς από αυτούς τους προβληματισμούς αναφέρει ο Πρόεδρος του Κλάδου Αστυνομικού Σώματος της συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ Νίκος Λοϊζίδης. «Η χρήση φορητών καμερών από τους αστυνομικούς στην Κύπρο δεν έχει προοπτική ρεαλισμού, όπως αντίθετα συμβαίνει με τις κάμερες των αστυνομικών του εξωτερικού», τονίζει. Για παράδειγμα, το χρονικό περιθώριο της 30ήμερης αποθήκευσης του οπτικοακουστικού υλικού είναι σύντομο, η δυνατότητα να γνωρίζει από πριν ο αστυνομικός για το αν η περίπτωση που καλείται να χειριστεί είναι υψηλού κινδύνου δεν είναι εφικτή, η αποκάλυψη των αστυνομικών υπό κάλυψη που θα βιντεοσκοπούν είναι απαγορευτική, όπως επίσης ο αναγκαίος χρόνος που απαιτείται για να ενημερώσει τον ύποπτο ότι θα προβεί σε βιντεοσκόπηση ελλοχεύει τον κίνδυνο να χαθούν τεκμήρια, αναφέρει ενδεικτικά. Σύμφωνα με τον κ. Λοϊζίδη, διαφωνίες για τις πρόνοιες του συγκεκριμένου νομοσχεδίου εξέφρασαν επίσης ο Σύνδεσμος Αστυνομίας Κύπρου και η Ανεξάρτητη Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου. Παράλληλα τόνισε ότι η έρευνα που διεξήχθη στους αστυνομικούς είχε θέσει το ερώτημα για το αν συμφωνείτε με τις κάμερες και όχι για το αν συμφωνείτε με αυτό το νομοσχέδιο.
«Χρήσιμο εργαλείο»
Τη συγκεκριμένη έρευνα, η οποία διεξήχθη την χρονική περίοδο Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2020, αναφέρει και ο εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας Κύπρου Χρίστος Ανδρέου, επισημαίνοντας ότι το 82% των αστυνομικών συμφώνησε με τη χρήση καμερών. «Νιώθουν καθησυχασμένοι με την χρήση κάμερας, όταν ενδείκνυται, και ότι προστατεύονται από απειλές». Όπως τονίζει ο κ. Ανδρέου, πρόκειται για ένα σύγχρονο εργαλείο, το οποίο βοηθά στην απονομή της δικαιοσύνης, όπως σε περιπτώσεις ανυπόστατων καταγγελιών και προστασίας των πολιτών από παραβάσεις. «Είναι ένα εργαλείο που θα τους βοηθήσει όλους και οι αστυνομικοί θα εκπαιδευτούν για να εργάζονται με αυτό. Ερωτηθείς για το πώς θα γίνεται η βιντεογράφηση απαντά ότι «αν κρίνει ο αστυνομικός ότι πρέπει να επέμβει άμεσα θα πατήσει το κουμπί». Μάλιστα συμπληρώνει ότι ήδη φορητές κάμερες χρησιμοποιούνται από αστυνομικούς και σε άλλες χώρες, όπως στο Βέλγιο, την Εσθονία, τη Φιλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αμερική και τη Γαλλία. Σύμφωνα με τον κ. Ανδρέου, το νομοσχέδιο το οποίο συζητείται εδώ και έξι χρόνια, πέρασε από τη Νομική Υπηρεσία και την Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Ειρήνη Λοϊζίδου – Νικολαϊδου, η οποία έχει επισημάνει συγκεκριμένες εισηγήσεις.
Η ευθύνη στην Αστυνομία
Όπως διευκρινίζει η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Ειρήνη Λοϊζίδου – Νικολαΐδου, η εξουσία της Επιτρόπου για ελέγχους ενεργοποιείται είτε μετά από την υποβολή παραπόνου, είτε αυτεπαγγέλτως. Συμπληρώνει ότι ευθύνη για την τήρηση της νομοθεσίας και των προϋποθέσεων που τέθηκαν θα έχει βεβαίως η Αστυνομία ως ο υπεύθυνος επεξεργασίας. «Επιπλέον ως και το σημείωμα μου που καταχώρησα στη Βουλή το εν λόγω νομοσχέδιο τύγχανε διαβούλευσης από το 2016 μέχρι και το 2021 και οι δικές μας παρατηρήσεις έγιναν πλήρως αποδεκτές και ενσωματώθηκαν στο νομοσχέδιο. Όλες οι προσθήκες που ενσωματώθηκαν στα πλαίσια της διαβούλευσης με το Γραφείο μου καταγράφονται και επεξηγούνται στο εν λόγω σημείωμα».
Κληθείσα να σχολιάσει για το αν η χρήση κάμερας είναι νόμιμη εξηγεί ότι «γενικά για να μπορεί να χαρακτηριστεί μία επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ως νόμιμη θα πρέπει να γίνεται δυνάμει κάποιας νομικής βάσης. Σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω επεξεργασία θα γίνεται με νόμο αν ψηφιστεί και υπό προϋποθέσεις ως καταγράφονται στον νόμο». Ερωτηθείσα για το αν έχει δικαίωμα ο πολίτης να βιντεοσκοπεί με το κινητό του ταυτόχρονα τον αστυνομικό που τον βιντεοσκοπεί με την φορητή κάμερα, απαντά ότι «κατά κανόνα όχι γιατί ασκεί δημόσιο καθήκον. Αν το κάνει ο πολίτης και μπορεί να το δικαιολογήσει υπό προϋποθέσεις, η αποδεικτικότητα του τεκμηρίου θα κριθεί από το Δικαστήριο. Είναι όμως μεγάλη συζήτηση και υπάρχουν και σχετικές αποφάσεις όχι βεβαίως για την χρήση φορητών αλλά καμερών που κατέγραψαν αστυνομικούς».
Σημειώνεται ότι το κόστος των φορητών καμερών παραμένει άγνωστο, καθώς δεν έχει κατατεθεί στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, όπως επίσης και το μέγεθος των καμερών ώστε να είναι ευδιάκριτες από τα αστυνομικά οχήματα.
Διευκρινίζεται ότι οι ανακρίσεις στους αστυνομικούς σταθμούς της Κύπρου δεν οπτικογραφούνται, σε αντίθεση με τις ανακρίσεις ανηλίκων που καταγράφονται από οπτικοακουστικό υλικό.