Η στροφή των καταναλωτών σε πιο υγιεινές επιλογές διατροφής, με αιχμή τον περιορισμό ή την πλήρη κατάργηση της κατανάλωσης κρέατος, αναγκάζει και τις επιχειρήσεις πώλησης τροφίμων και εστίασης να προσαρμοστούν στις νέες τάσεις. Η χορτοφαγία αποτελεί μια επιλογή για έναν αυξανόμενο αριθμό καταναλωτών.
Η αγορά καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες των χορτοφάγων, όπως διαπιστώνει έρευνα μας, τόσο μεταξύ χορτοφάγων όσο και μεταξύ επαγγελματιών του κλάδου της διατροφής και επιστημόνων. Ορισμένα από τα πιο δημοφιλή χορτοφαγικά προϊόντα είναι οι ξηροί καρποί, το κινόα, το τοφού, τα δημητριακά ή οι μπάρες δημητριακών με βρόμη, το γάλα καρύδας ή γαϊδούρας.
Τα μενού των εστιατορίων και των ζαχαροπλαστείων εμπλουτίζεται σε ευρεία γκάμα χορτοφαγικών φαγητών, ορεκτικών και γλυκών, σύμφωνα με έρευνα μας σε υπεραγορές, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, αρτοποιεία, καφετέριες και καταστήματα υγιεινής διατροφής, υγείας και ομορφιάς στη Λευκωσία. Η πελατεία ολοένα και αυξάνεται, καθώς η χορτοφαγία γίνεται τρόπος ζωής για περισσότερους ανθρώπους, και οι επιχειρήσεις ξεκινούν να προσφέρουν ευρεία γκάμα γαστρονομικών επιλογών για τους χορτοφάγους.
Η ζήτηση
Η στροφή στη χορτοφαγία είναι «κάτι που δεν περιμέναμε να συμβεί τόσο σύντομα», μας τονίζει ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου και αρτοποιείου «Seed of Happiness», Χρήστος Νικολαΐδης. Η αυξημένη ζήτηση παραπέμπει στη σκέψη ότι «ίσως σε πέντε χρόνια από τώρα να αλλάξει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων και να υιοθετήσουν απόψεις πιο φιλικές τόσο προς το σώμα τους, όσο και προς το περιβάλλον». Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επιχειρηματικής δραστηριότητας γύρω από τις νέες διατροφικές τάσεις, είναι ότι το κίνητρο των επιχειρηματιών δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και οι ίδιοι ενστερνίζονται αυτή τη νέα αντίληψη διατροφής.
«Πλέον μεταφερόμαστε σε μια καινούργια οικονομική εποχή, όπου το κίνητρο για τη δημιουργία μιας χορτοφαγικής επιχείρησης είναι κοινωνικό και όχι οικονομικό», ανέφερε ο κ. Νικολαΐδης. «Τα άτομα τα οποία δημιουργούν αυτές τις επιχειρήσεις έχουν ως κυριότερο κίνητρο την οικολογία και όχι τόσο το οικονομικό κέρδος», προσθέτει.
«Όπως και στο εξωτερικό έτσι και στην Κύπρο σημειώνεται αύξηση της χορτοφαγίας. Πλέον, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, (70-90%), γνωρίζουν για τους χορτοφάγους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά εστιατόρια έχουν μενού για χορτοφάγους. Όσον αφορά τους καταναλωτές, υπάρχουν σε πολλά καταστήματα επιλογές χορτοφαγικών προϊόντων. Άλλωστε, όσο αυξάνεται η ζήτηση αυξάνονται και οι επιλογές που προσφέρονται στους καταναλωτές», αναφέρει στον «Π» ο διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Αλέξης Καρκώτης.
Η αυξημένη ζήτηση επιβεβαιώνεται και από τον «μεγάλο αριθμό προϊόντων που διατίθενται στις υπεραγορές, τα οποία ικανοποιούν τις ανάγκες των χορτοφάγων», όπως μας αναφέρει ο εκτελεστικός γραμματέας του Παγκύπριου Συνδέσμου Υπεραγορών Ανδρέας Χατζηαδάμου.
«Τα προϊόντα αυτά δεν προορίζονται μόνο για τους χορτοφάγους, αλλά και για ανθρώπους που επιλέγουν να καταναλώνουν τρόφιμα τα οποία ενισχύουν την υγιεινή διατροφή», πρόσθεσε. Η επιλογή του να γίνει κάποιος χορτοφάγος ενισχύεται από τη γενικότερη φιλοσοφία, η οποία τάσσεται υπέρ του περιβάλλοντος, καθώς και από την ανάγκη για μια πιο υγιεινή ζωή, λόγω των εντεινόμενων ρυθμών ζωής. Επομένως, είναι συγκερασμός και των δύο αυτών παραγόντων, αφού αρχίζει να αλλάζει η νοοτροπία στην Κύπρο. Όταν υπάρχει ζήτηση από τους καταναλωτές, οι υπεραγορές ανταποκρίνονται», συμπλήρωσε ο κ. Χατζηαδάμου.
Τιμές
Οι τιμές των χορτοφαγικών προϊόντων κυμαίνονται σε γενικές γραμμές στα ίδια επίπεδα με τα υπόλοιπα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με την ποιότητα και την προέλευση των προϊόντων. Στην Κύπρο κυκλοφορούν χορτοφαγικά τρόφιμα, όπως ορισμένα είδη ξηρών καρπών για τα οποία δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή, τα οποία έχουν εισαχθεί ακόμη και από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.
«Ορισμένα προϊόντα είναι ακριβά, ενώ σε κάποια άλλα προϊόντα οι τιμές κυμαίνονται σε λογικά επίπεδα», τονίζει ο κ. Χατζηαδάμου.
«Τα τρόφιμα ειδικής διατροφής όπως Vegan, Vegetarian, Raw είναι κατά 20% ακριβότερα από τα συνηθισμένα, αλλά κάποιες φορές υπάρχουν και προϊόντα τα οποία είναι φθηνότερα», μας εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος καταστημάτων πώλησης βιολογικών προϊόντων Σάββας Μουζάκης. «Καθοριστικό ρόλο πάντα διαδραματίζει η ποιότητα του προϊόντος και εάν είναι βιολογικό», επεσήμανε.
Κυπριακή παραγωγή
Χώρα προέλευσης χορτοφαγικών προϊόντων είναι και το γειτονικό Ισραήλ, το οποίο χρησιμοποιεί καινοτόμες μεθόδους καλλιέργειας. Εισαγωγές γίνονται επίσης από την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία. Υπάρχει χώρος για τοπική παραγωγή; Η απάντηση είναι καταφατική.
«Στην Κύπρο υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις από φουντουκιές στο ορεινό χωριό Πολύστυπος, τα οποία παράγουν μεγάλες ποσότητες φουντουκιού. Συγκεκριμένα, ένα δέντρο παράγει έως και 100 κιλά φουντούκια. Παρόλο που υπάρχουν αυτές οι μεγάλες εκτάσεις, τα συγκεκριμένα δέντρα δεν άντεξαν λόγω των έντονων βροχοπτώσεων του περασμένου χειμώνα», αναφέρει ο κ. Νικολαΐδης.
Άλλωστε, «η Κύπρος αποτελεί την ιδανική χώρα για να γίνει κάποιος χορτοφάγος», όπως σημείωσε ο κ. Καρκώνης. «Το εύφορο έδαφος και το μεσογειακό κλίμα της Κύπρου ευνοούν την επιλογή της χορτοφαγίας, αφού προσφέρεται μια ευρεία γκάμα φρούτων και λαχανικών, όπως είναι τα ποιοτικά εποχικά φρούτα, τα κουκιά, τα λουβιά ή οι μπάμιες. Εισαγωγές γίνονται για ιδιαίτερα τρόφιμα, τα οποία διαθέτουν ορισμένες επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα το χορτοφαγικό μπέργκερ», συμπλήρωσε.
Εμπειρίες καταναλωτών
Στην αγορά υπάρχει πλέον μεγάλη ποικιλία χορτοφαγικών προϊόντων. «Δεν μπορώ να πω ότι αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα στις επιλογές. Πριν από 20 και πλέον χρόνια υπήρχε πρόβλημα. Δεν υπήρχαν επιλογές και σε αντιμετώπιζαν με παράξενο τρόπο», μας ανέφερε η Νατάσα Οικονόμου. «Τώρα είναι καλύτερα. Υπάρχουν επιλογές στα καταστήματα. Δεν υπάρχουν όμως επιλογές για ανθρώπους οι οποίοι επιλέγουν την ωμοφαγική διατροφή», συμπλήρωσε.
«Η αγορά με καλύπτει. Το πρόβλημα είναι με τους vegan, οι οποίοι δεν έχουν πολλές επιλογές στους φούρνους ή στα εστιατόρια, σε αντίθεση με άλλες χώρες», μας αναφέρει η Δήμητρα Θεοδότου. Για παράδειγμα, «υπάρχουν μόνο δυο τρεις επιλογές για συγκεκριμένα φαγητά στους φούρνους, όπως τα αλμυρά», σχολίασε η κ. Θεοδότου.
Η Μαρίνα Τσανάκη αποφάσισε πρόσφατα να γίνει χορτοφάγος. «Στις υπεραγορές υπάρχουν επιλογές στα χορτοφαγικά τρόφιμα, αλλά δεν υπάρχουν πολλές επιλογές σε εστιατόρια», δηλώνει. «Στην πλειοψηφία τους», μας εξηγεί, «τα εστιατόρια προσφέρουν κρεατικά. Ίσως, όμως, το πρόβλημα να βρίσκεται στην αποδοχή των χορτοφάγων από την κοινωνία, και όχι τόσο στην αγορά. Για παράδειγμα, σε ένα ζαχαροπλαστείο και σε ένα εστιατόριο, όταν ζητήσαμε χορτοφαγική τροφή, μας κοίταξαν με περίεργο τρόπο λέγοντας πως δεν ξέρουν αν διαθέτουν κάτι τέτοιο, ενώ όταν το ζητήσαμε ως νηστίσιμο, μας πρόσφεραν ορισμένες επιλογές», συμπλήρωσε η κ. Τσανάκη.
Κλιματική αλλαγή και διατροφή
Αναμφισβήτητα, η παγκόσμια κλιματική αλλαγή, την οποία ζούμε έντονα το τελευταίο διάστημα παγκοσμίως, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οι αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι εύλογο, θα επηρεάσουν και τα τρόφιμα, «όπως την παραγωγή κρέατος. Θα επηρεάσει τα πάντα», τόνισε ο κ. Νικολαΐδης. «Τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την έκταση που μπορεί να λάβει η επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών», συμπλήρωσε. Οι έντονες βροχοπτώσεις, οι αυξημένες θερμοκρασίες, το λιώσιμο των πάγων είναι μερικές από αυτές και αποτελούν ορόσημο για έναν νέο, διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης, με μεγαλύτερο σεβασμό στη φύση.
Συνοψίζοντας λοιπόν, οι χορτοφάγοι, καθώς και οι επαγγελματίες χορτοφαγικών καταστημάτων στην πλειοψηφία τους έχουν ως τρόπο ζωής την υγιεινή διατροφή και την οικολογική συνείδηση. Άλλωστε κάποιος που επιλέγει να ασχοληθεί συνειδητά με τη χορτοφαγία σκέφτεται και δρα με υποστηρικτικό τρόπο προς τη φύση και τα ζώα. Σύμφωνα με τον κ. Καρκώνη, «οι χορτοφάγοι έχουν μια ιδιαίτερη φιλοσοφία ζωής, η οποία στηρίζεται στο τι παίρνεις και τι δίνεις από και προς το περιβάλλον, αντίστοιχα. Κύριος στόχος είναι να μην έχουμε έλλειμμα από αυτή τη ‘συναλλαγή’».