Γράφει ο Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού, Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Τα τελευταία δεδομένα για την κρίση των Χούθι
Οι επιθέσεις των ανταρτών Χούθι της Υεμένης εναντίον πλοίων στην νότια Ερυθρά Θάλασσα που άρχισαν τον Νοέμβριο του 2023 ως αντίποινα στον πόλεμο στη Γάζα πλέον αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που επηρεάζουν την διεθνή ναυσιπλοΐα. Οι επιπτώσεις τους είναι ήδη εμφανείς στο παγκόσμιο εμπόριο, με διαταραχές που μετακυλώνται σε οικονομικούς όρους στον καταναλωτή, στις μεταφορές αγαθών, στην καθ’ εαυτή εμπορική κίνηση και στη ναυτιλία.
Οι αδιάκριτες, πλέον, επιθέσεις των Χούθι αποτελούν, καταφανώς, παραβίαση της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας ως ορίζεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και αντίστοιχων κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε τις επιθέσεις, ορίζοντάς τις ως παράνομες, που δημιουργούν εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο και υπονομεύουν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας καθώς και την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια, σε ψήφισμά του στις 10 Ιανουαρίου 2024 (Ψήφισμα 2722, Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ).
Μάλιστα, το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω, αναφέροντας ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν τα πλοία τους από αυτές τις επιθέσεις, κατ’ εφαρμογή του εγγενούς δικαιώματος της αυτοάμυνας, ως προνοείται στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το εν λόγω Ψήφισμα υιοθετήθηκε με 11 ψήφους υπέρ και 4 αποχές (Αλγερία, Κίνα, Μοζαμβίκη, Ρωσία), ενώ προηγήθηκαν ψηφοφορίες σε τροποποιήσεις που έθεσε η Ρωσία οι οποίες απορρίφθηκαν.
Οι επιθέσεις των Χούθι έχουν επηρεάσει πλοία που είναι νηολογημένα σε πέραν των 40 χωρών και το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό από μόνο του για τις τεράστιες συνέπειες των τεκταινομένων στην περιοχή. Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου με στοχευμένες επιθέσεις σε πέραν των 16 στόχων στις 11 και 12 Ιανουαρίου 2024 αποτελούν τις τελευταίες πράξεις που σηματοδοτούν πιθανότατα την κλιμάκωση της κρίσης.
Όσον αφορά στις επιπτώσεις στην διεθνή ναυσιπλοΐα δια μέσου της Διώρυγας του Σουέζ που καλύπτει το 12% περίπου της διεθνούς ναυτιλιακής εμπορικής κίνησης με πέραν των 19,000 πλοίων να διακινούνται μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, αυτές είναι προφανείς μέσα από στατιστικά δεδομένα που αφορούν στη διακίνηση μέσω της Διώρυγας. Στις 8 Ιανουαρίου 2024 καταγράφηκε η λιγότερη διακίνηση μέσω της Διώρυγας του Σουέζ συγκρινόμενη με το προηγούμενο έτος, με 50 πλοία να διαπλέουν την Διώρυγα σε σύγκριση με 72 την αντίστοιχη μέρα του 2023, την ίδια στιγμή που ναυτιλιακές γραμμές αλλάζουν την πορεία των πλοίων τους, επιλέγοντας την μακρύτερη διαδρομή νότια της Αφρικής, πλέοντας ανοιχτά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, με τον εβδομαδιαίο μέσο όρο σήμερα να ανέρχεται στα 72 πλοία σε σύγκριση με 42 την αντίστοιχη χρονική περίοδο του προηγούμενου έτους.
Ενώ στην αρχή της κρίσης τα πλοία που επηρεάζονταν περισσότερο ήταν πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, πλέον η τάση αυτή επεκτείνεται και σε δεξαμενόπλοια με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται στις τιμές της ενέργειας. Οι επιπτώσεις όλων των πιο πάνω, σύμφωνα με προγνώσεις που αφορούν την διακίνηση σε όγκους φορτίων σε βάθος 30 ημέρων είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικές – για παράδειγμα, εκτιμάται ότι μέχρι και ένα εκατομμύριο τόνοι φορτίων που διακινούνται με σταθμό την Κύπρο βρίσκονται σε κίνδυνο διαταραχής ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για την Ελλάδα είναι σχεδόν πέντε εκατομμύρια τόνοι φορτίων.