Το βιογραφικό δράμα «Μaria», για την αξέχαστη ντίβα Κάλλας, του Πάμπλο Λαραΐν με την Ατζελίνα Τζολί αναμένεται να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού αυτή την εβδομάδα, την πρώτη του Δεκεμβρίου, ενός μήνα που θεωρείται από τους εμπορικότερους για το σινεμά.
Πρόκειται για μια δραματική βιογραφία, αμερικάνικης, ιταλικής και γερμανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Πάμπλο Λαραΐν, με τους Αντζελίνα Τζολί, Πιερφρανσέσκο Φαβίνο, Βαλέρια Γκολίνο, Χαλούκ Μπιλγκινέρ, Άλμπα Ρορβάχερ, Κάσπαρ, Τζέρεμι Γουίλερ κα.
Η Μαρία Κάλλας, η κορυφαία υψίφωνος του 20ου αιώνα, η ντίβα, με το τραγικό τέλος, αποτελεί μία αέναη πρόκληση για μεταφορά της ζωής της στη μεγάλη οθόνη. Ο Πάμπλο Λαραΐν, ένας αξιοπρόσεκτος Χιλιανός σκηνοθέτης, μετά τα φιλμ «Spencer» και «Jackie», επιχειρεί το κλείσιμο της τριλογίας για γυναίκες ινδάλματα με την Κάλλας, έχοντας στη διάθεσή του μία φροντισμένη ομολογουμένως παραγωγή και την αυτοπεποίθηση να χειριστεί ένα μύθο της Τέχνης.
Όμως, ο Λαραΐν, τον οποίο προτιμούμε στην αξιόλογη τριλογία για τον Πινοσέτ («Tony Manero», «Post Mortem» και «No»), φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο απ’ όσο πρέπει για τα εντυπωσιακά σκηνικά, τα κοστούμια και το παραστατικό μεγαλείο της ντίβας, παρότι το κύριο ζητούμενο είναι το υπαρξιακό δράμα της και το βαθύ τραύμα που κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή, ενώ πάνω στη σκηνή κυριαρχούσε, μάγευε και άφηνε μία απαράμιλλη καλλιτεχνική παρακαταθήκη, με την ερμηνευτική της ιδιοφυΐα.
Υπόθεση
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 οι πιστοί οικονόμοι της Μαρίας Κάλλας ανακαλύπτουν το νεκρό σώμα της στο σαλόνι του πλούσιου διαμερίσματός της στο Παρίσι. Εκεί που είχε καταφύγει όταν την είχαν εγκαταλείψει τα δυο πάθη της ζωής της, ο Ωνάσης, που είχε πεθάνει και η θεϊκή φωνή της. Ο χρόνος γυρίζει πίσω μία εβδομάδα, πριν από τον θάνατό της, όταν ο απόηχος των παλαιότερων και ένδοξων εποχών έχει μεταβληθεί σε μία δυσοίωνη πραγματικότητα, με την ίδια σκιά του εαυτού της, αλλά ελπίζοντας σε ένα γκραν φινάλε. Ανησυχητικά αδυνατισμένη, φάντασμα του εαυτού της, κυριευμένη από εμμονές και καταχρήσεις, με αναμνήσεις που έρχονται να την καταβάλουν περαιτέρω, κινείται ως αερικό ανάμεσα στις ακριβές αντίκες του διαμερίσματος, ταλαιπωρώντας τους οικονόμους της, καταπίνοντας με τις χούφτες ηρεμιστικά, για να ξεχάσει ή καλύτερα να θυμάται μόνο τα πιο ευχάριστα γεγονότα της ζωής της.
Στο φιλμ, υπάρχουν, όπως είναι λογικό, πλήθος αναδρομών, κυρίως μέσω των εξομολογήσεων της Κάλλας σε έναν νεαρό δημοσιογράφο. Αναπολήσεις για τις κακουχίες της κατοχής, την εκμετάλλευση της μητέρας της, που προωθούσε την ίδια και την αδελφή της σε Γερμανούς στρατιώτες, την απόρριψη του Ωνάση, τη λατρεία του κόσμου αλλά και πάλι την απόρριψη όταν έχανε οκτάβες, τις φοβίες και τα άγχη της που την πλημμύριζαν όταν έπεφτε η εύθραυστη ψυχολογία της. Και βεβαίως, η πεποίθησή της ότι «δεν υπάρχει ζωή έξω από τη σκηνή», μία κατανόηση της τραγικότητας του μύθου της και της αθεράπευτης μοναξιάς της.
Προσέγγιση
Ο Λαραΐν πλησιάζει το μύθο της με σεβασμό, τρυφερότητα, αλλά και δέος, δημιουργώντας ένα σύμβολο, εγκλωβισμένο σε κάτι αταίριαστο για την Κάλλας. Άλλωστε, όταν δεν βρίσκεται στη σκηνή δεν ζει, υποκρίνεται ότι ζει.
Εμπιστευόμενος και πάλι τον Στίβεν Νάιτ, τον σεναριογράφο του «Spencer», χρησιμοποιεί σε υπερβολικό βαθμό τα εκτεταμένα φλας μπακ, με τις άριες να πλημμυρίζουν την αίθουσα και με ευχαρίστηση να κλείνεις τα μάτια, για να στήσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της Κάλλας, αλλά θα χάσει αυτό που μας έχει υποσχεθεί και ο τίτλος της ταινίας τη «Μαρία», πίσω από τον μύθο. Στήνοντας την Κάλλας σε ένα βάθρο ως μία θεότητα που μοιράζει δηλητηριώδεις ευφυείς ατάκες, με θεατρική πόζα, μάλλον αφαιρεί από την ταινία του κάθε ρεαλισμό και τις ψυχικές ωδίνες μίας βασανισμένης ζωής, από την κορυφή της τέχνης στα τάρταρα της μοναξιάς και της απόρριψης, που έχει ομολογουμένως δυσκολίες να περάσει στο σελιλόιντ.
Ενσάρκωση
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η επιλογή της Αντζελίνα Τζολί, που παρά τις προσπάθειές της, για μια πειθαρχημένη ερμηνεία, παραμένει μία πορσελάνινη κούκλα, δίχως τη φλόγα του χαρακτήρα της, τη σπίθα στη ματιά της, εκτεθειμένη σε πόζες και την αναγνωρίσιμη φωτογένεια της, ένα πλάσμα που προσπαθεί να κρύψει την ωραιοπάθειά της πίσω από μανιέρες τραυματισμένων ψυχολογικά ηρωίδων.
Και αυτή η παραφωνία γίνεται πιο έντονη όταν στους τίτλους τέλους, έρχεται το αρχειακό υλικό και η πραγματική Μαρία βγάζει φωτιές, οι ατέλειές της ταρακουνούν την οθόνη και καταδεικνύουν την αστοχία της επιλογής. Αντιθέτως, έξοχη η επιλογή του Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, στον ρόλο του πιστού μπάτλερ Φερούτσιο, που λες και έχει πάρει πάνω στο κουρασμένο σώμα του όλα τα τραύματα της ζωής τής αγαπημένης του Μαρίας.
Με λίγα λόγια… Η Μαρία Κάλλας ζει τις τελευταίες μέρες της στο Παρίσι των ’70s, αμφισβητώντας την ταυτότητά και τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής της.
ΑΠΕ ΜΠΕ