Ο σεισμός αποτελεί διαχρονικά ένα τρομακτικό φυσικό φαινόμενο. Η αίσθηση της δόνησης της γης και η ανικανότητα να προβλεφθεί, δημιουργούν αισθήματα φόβου, αβοηθησίας και πανικού.
Ωστόσο, η σωστή προληπτική κτιριακή εγκατάσταση μπορεί να σώσει ζωές την ώρα που θα γίνει αισθητό το χτύπημα του εγκέλαδου. Άλλωστε, καθημερινά οι σεισμογράφοι καταγράφουν δεκάδες σεισμούς στα έγκατα της γης, χωρίς να είναι απαραίτητα αντιληπτοί από τους πολίτες.
Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, κάθε χρόνο στην Κύπρο καταγράφονται τουλάχιστον 2.000 σεισμοί, από τους οποίους οι πολίτες νιώθουν ένα μικρό ποσοστό αυτών των δονήσεων της τάξεως του 0,5%, ενώ η πιο έντονη σεισμικότητα της χώρας παρατηρείται στην Πάφο, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα.
Σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν συνολικά 30 σεισμολογικοί σταθμοί όπως εξηγεί η Ανώτερη Γεωλογική Λειτουργός, Προϊστάμενη του Κλάδου Σεισμολογίας και Γεωφυσικής του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, Δρ Συλβάνα Πηλείδου.
Συγκεκριμένα, «λειτουργούν συνολικά 14 μόνιμοι υπαίθριοι σεισμολογικοί σταθμοί και 16 άλλοι προσωρινοί/μόνιμοι σταθμοί καταγραφής της εδαφικής επιτάχυνσης εγκατεστημένοι σε κτίρια παγκύπρια, οι οποίοι καταγράφουν σε συνεχή βάση την κίνηση του εδάφους και αποστέλλουν σε πραγματικό χρόνο τα σεισμολογικά δεδομένα, μέσω δορυφορικής σύνδεσης ή/και ασύρματου διαδικτύου, στα δύο σεισμολογικά κέντρα της Κύπρου. Η διαχείριση και επεξεργασία των δεδομένων γίνεται σε εξυπηρετητές και υπολογιστές στο Σεισμολογικό Κέντρο του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης στη Λευκωσία.
Από αυτούς τους σεισμολογικούς σταθμούς, οι δύο είναι υποθαλάσσιοι, οι 12 είναι εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο σε διάφορα μέρη της Κύπρου (Ακάμα, Αλεύκα, Νατά, Επισκοπή, Λευκωσία, Ασγάτα, Τρόοδος, Ξυλιάτο, Μαθιάτη, Τρούλλους, Δερύνεια και Παραλίμνι) και οι υπόλοιποι είναι εγκατεστημένοι εντός κτιρίων στα αστικά κέντρα της Κύπρου και σε άλλες κατοικημένες περιοχές».
Τα έξι κριτήρια
Ερωτηθείσα για το ποια είναι τα κριτήρια, τα οποία επιλέγονται ώστε να εγκατασταθούν οι σεισμολογικοί σταθμοί, η δρ Πηλείδου απαντά ότι «προτεραιότητα μας ήταν η ομοιόμορφη κάλυψη της ελεύθερης Κύπρου με σεισμολογικούς σταθμούς. Από εκεί και πέρα τα κριτήρια μας αφορούσαν το επίπεδο της μη-σεισμικής εδαφικής δόνησης (θέλαμε το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο δονήσεων από ανθρωπογενείς παράγοντες, δηλαδή περιοχές μακριά από δρόμους, εργοστάσια, μηχανήματα κλπ), την καταλληλότητα του γεωλογικού υπόβαθρου (όσο πιο συμπαγές πέτρωμα), την άδεια χρήσης γης (έτσι επιλέξαμε κυβερνητική/κοινοτική Γη), την προσβασιμότητα στη θέση και την ασφάλεια της θέσης».
Όπως συμπληρώνει, ένας υπαίθριος σεισμολογικός σταθμός έχει έκταση γύρω στα 20 τετραγωνικά μέτρα και το κόστος του ανέρχεται στις 20.000-30.000 ευρώ, ανάλογα με την τεχνολογία του. «Οι σύγχρονοι αυτοί σταθμοί καταγράφουν σε συνεχή βάση την κίνηση του εδάφους σε τρείς διαστάσεις και σε πραγματικό χρόνο στέλνουν τα δεδομένα στο Σεισμολογικό Κέντρο της Λευκωσίας για ανάλυση-επεξεργασία από καταρτισμένο προσωπικό».
Σύμφωνα με στοιχεία από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, κάθε σεισμολογικός σταθμός αποτελείται από σεισμόμετρο τριών συνιστωσών ευρέως φάσματος, εγκατεστημένο μέσα σε φρεάτιο βάθους 1 – 1.5 μέτρου, ψηφιοποιητή που μετατρέπει τις εδαφικές δονήσεις από το σεισμόμετρο σε ψηφιακό σήμα, δορυφορικό διαποδιαμορφωτή και δορυφορική κεραία για τη μετάδοση των δεδομένων και την αμφίδρομη σύνδεση του σταθμού με τα σεισμολογικά κέντρα, 4G διαποδιαμορφωτή για την μετάδοση δεδομένων μέσω επίγειου διαδικτύου, εξωτερικό δέκτη GPS για την ακριβή χρονοθέτηση των δεδομένων και αυτόνομο σύστημα ηλεκτροδότησης με μπαταρίες και φωτοβολταϊκά για την απρόσκοπτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στον σταθμό καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου.
Εδαφική κίνηση
Την ώρα του σεισμού τα εδάφη της Κύπρου στέλνουν το δικό τους μήνυμα στους γεωλόγους, το οποίο λαμβάνεται υπόψη για να σχεδιαστούν οι αντισεισμικές κατασκευές των κτιρίων της χώρας.
Όπως εξηγεί η δρ Πηλείδου, «το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης εκπονεί Μικροζωνικές Μελέτες για τη λεπτομερή περιγραφή της συμπεριφοράς του εδάφους, κατά τη διάρκεια σεισμικών δονήσεων. Έχουν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα οι Μικροζωνικές Μελέτες στις ευρύτερες αστικές περιοχές της Λάρνακας, Λεμεσού, Λευκωσίας, Πάφου και Αμμοχώστου, ενώ προγραμματίζεται στο άμεσο μέλλον η εκπόνηση σχετικής μελέτης και στην αστική περιοχή της Πόλης Χρυσοχούς.
Με τις μελέτες αυτές γίνεται εκτίμηση της μέγιστης αναμενόμενης εδαφικής επιτάχυνσης κατά τη διάρκεια ενός σεισμού σε μία συγκεκριμένη περιοχή, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη εκτός από το σεισμικό ιστορικό της περιοχής, την επίδραση των τοπικών γεωλογικών και εδαφικών συνθηκών, παράγοντες που επηρεάζουν πάρα πολύ την τοπική εδαφική κίνηση. Ο απώτερος στόχος των μελετών αυτών, είναι ο διαχωρισμός της περιοχής μελέτης σε ενιαίες μικρότερες ζώνες, με παρόμοια συμπεριφορά κάτω από δυναμικές συνθήκες σεισμού, ως κατευθυντήριες οδηγίες για αξιοποίηση από την πολιτεία για τον αντισεισμικό σχεδιασμό κατασκευών».
Τεχνολογική πρόοδος
Με την πάροδο των χρόνων, η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει ευνοήσει την επαρκή καταγραφή, τη διαθεσιμότητα των δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και την επεξεργασία τους σε πολλαπλά επίπεδα. Ειδικότερα, οι νέες εγκαταστάσεις των σεισμολογικών σταθμών και τα σύγχρονα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των σεισμολογικών δεδομένων συντελούν στην πρόοδο της επιστήμης της Γεωφυσικής και στην καλύτερη κατανόηση του φυσικού αυτού φαινομένου. Η σεισμολογία είναι επίσης η επιστήμη που έδωσε και δίνει πληροφορίες για τη δομή της Γης, από το κέντρο της, μέχρι την επιφάνεια.
Πλέον, οι σεισμολογικοί σταθμοί, όπως υπογραμμίζει η δρ Πηλείδου «καταγράφουν στον τρισδιάστατο χώρο την εδαφική δόνηση, με τεράστια ακρίβεια και σε όλο το φάσμα συχνοτήτων των σεισμικών κυμάτων, με πλήρη ψηφιοποίηση των δεδομένων σε ένα εξελιγμένο ψηφιακό σεισμολογικό δίκτυο, με μεγάλη διακριτικότητα και εμβέλεια και πολλούς αυτοματισμούς».
Γωνιά σεισμολογίας
Μια επιπλέον υποδομή 38 χρόνια μετά από το πρώτο σεισμόμετρο στην Κύπρο, αποτελεί και η γωνιά σεισμολογίας, η οποία βρίσκεται στο Κέντρο επισκεπτών του Γεωπάρκου του Τροόδους, ένα διατηρητέο πέτρινο κτίριο που παλιότερα ήταν δημοτικό σχολείο. Εκεί ο επισκέπτης θα δει έναν «διαμορφωμένο χώρο στον οποίο μαθαίνει για τον τεκτονισμό της γης, για τους σεισμούς, για τα σεισμολογικά όργανα και για τη σεισμική παρακολούθηση του Γεωπάρκου Τροόδους, μέσω διαφόρων διαδραστικών εκθεμάτων».
Επίσης, δίνεται η ευκαιρία κυρίως στα παιδιά να προκαλέσουν επιτόπου τον δικό τους σεισμό, ανεβαίνοντας σε μοντέλο ρήγματος, προκαλώντας «σεισμό», ο οποίος καταγράφεται επι-τόπου από εκπαιδευτικό σεισμογράφο και εμφανίζεται εκείνη τη στιγμή σε οθόνη.
Ισχυρή σεισμικότητα
Σύμφωνα με τη δρα Πηλείδου, «η Κύπρος βρίσκεται στη δεύτερη πιο σεισμογενή ζώνη του πλανήτη, μετά από τη ζώνη του πυρός στον Ειρηνικό Ωκεανό, αυτή των Άλπεων – Ιμαλαίων μέσα στην οποία εκδηλώνεται το 15% της παγκόσμιας σεισμικότητας.
Στατιστικά μιλώντας, κάθε κατά μέσο όρο 150 χρόνια περιμένουμε ένα σεισμό της τάξης των 7.0 βαθμών και άνω στην κλίμακα Richter, κάθε μερικές δεκαετίες περιμένουμε σεισμούς της τάξης των 6 με 7 βαθμών και κάθε μερικά χρόνια περιμένουμε σεισμούς της τάξης των 5 με 6 βαθμών», σημειώνει.
«Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε τη σεισμικότητα του χώρου μας όχι επειδή μπορούμε να σώσουμε ζωές άμεσα προβλέποντας τους σεισμούς, αλλά επειδή μπορούμε να σώσουμε ζωές έμμεσα συμβάλλοντας στην βελτίωση των αντισεισμικών μέτρων προστασίας που εφαρμόζονται στη χώρα».
Όπως εξηγεί, «κατά μέσο όρο κάθε περίπου δέκα χρόνια, ένας ισχυρός σεισμός (είτε ζημιογόνος είτε καταστροφικός) πλήττει την Κύπρο. Ο πιο καταστροφικός σεισμός των τελευταίων 100 χρόνων ήταν αυτός της Πάφου του 1953 (Μ=6.0), ενώ ο πιο μεγάλος σε μέγεθος ήταν αυτός του 1996 στο θαλάσσιο χώρο νοτιο-δυτικά της Κύπρου (Μ=6.8). Οι χρονικά τελευταίοι ισχυροί σεισμοί ήταν αυτοί του 1999 στην Λεμεσό (Μ=5.6) και του 2015 της Πάφου (Μ=5.6)», προσθέτει η δρ Πηλείδου.
«Η Κύπρος, στην ιστορία της, πλήγηκε πολλές φορές από καταστροφικούς σεισμούς, οι οποίοι ισοπέδωσαν τις αρχαίες πόλεις της της και κάποιοι προκάλεσαν και τσουνάμι το οποίο προκάλεσε επιπρόσθετες εκτεταμένες καταστροφές. Ξεχωρίζουμε το σεισμό του 76 μ.Χ. ο οποίος ισοπέδωσε τη Σαλαμίνα, το Κίτιο και την Πάφο. Αξίζει να αναφέρω ότι την ίδια εποχή πολύ ισχυροί τοπικοί σεισμοί στην Κύπρο προκάλεσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του Κουρίου», καταλήγει.