Η κακοποίηση των ζώων είναι ένα θέμα που μας αφορά όλους, καθώς οι δράστες δεν σταματούν στο ζώο, αλλά συνεχίζουν την βιαιότητα τους και σε ανθρώπους.
Η αυστηροποίηση δεν έφερε καταγγελίες
Η αυστηροποίηση της νομοθεσίας στην Ελλάδα ψηφίστηκε στις 6 Νοεμβρίου 2020 με την τροποποίηση του νόμου περί της προστασίας των ζώων του 1981 και του κωδικοποιημένου νόμου του 2012 για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό.
Ειδικότερα, τα άρθρα 1 και 16 των νόμων αντίστοιχα, αναφέρονται στην κακοποίηση των ζώων και ότι ο δράστης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως και 10 χρόνια.
Από την ημέρα της ψήφισής του μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί αρκετές καταγγελίες ζώων, ούτε έχουν εκδικαστεί αρκετές υποθέσεις, όπως μας εξήγησε η δικηγόρος Θάλεια Ανδρέου, καθώς οι πολίτες δεν το καταγγέλλουν στις Αρχές.
Οι αιτίες
Σύμφωνα με την κα. Ανδρέου, ο κύριος λόγος που δεν γίνονται οι καταγγελίες κακοποίησης ζώων είναι γιατί οι πολίτες “δεν θέλουν να μπλέξουν”. Πρόκειται για τη γνωστή φράση που ακούγεται και στις υπόλοιπες αιτίες όταν οι συνάνθρωποι μας δεν υποστηρίζουν έμπρακτα ένα θύμα που βρίσκεται σε κίνδυνο.
“Από τα ίδια τα εκθέματα και τα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων η εκκωφαντική απουσία τέτοιων δικών σε συνδυασμό με την τάση του νομοθέτη να θέτει πιο αυστηρές ποινές σημαίνει συνειδητοποίηση του υπάρχοντος προβλήματος”, υπογραμμίζει.
Στις αιτίες συντήρησης του φαινομένου αναλγησίας στην κακοποίηση των ζώων ή και στην καθυστερημένη αντίδραση σε αυτήν, εντοπίζουμε όχι μόνο τα μειωμένα αντανακλαστικά της κοινωνίας αλλά και την μικρή ταχύτητα δράσης των εφαρμοστών και υπερασπιστών του νόμου και της δημόσιας τάξης”, συμπληρώνει.
Κοινωνικός στιγματισμός
Δεν είναι λίγες οι φορές εξηγεί όπου οι πολίτες δεν θέλουν να το καταγγείλουν στην Αστυνομία γιατί πιστεύουν ότι θα στιγματιστούν από την κοινωνία.
“Μάλιστα τώρα που έγινε κακούργημα και πάλι δεν φαίνεται να οδηγούνται στα δικαστήρια οι υποθέσεις κακοποίησης. Οπότε πάμε και πάλι στο πρόβλημα σχετικά με τις ίδιες τις προβλέψεις του νόμου περί της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης”.
Ευθύνες Αρχών
“Υπάρχει και η άποψη ότι η Αρχή θα αδιαφορήσει. Άρα η Αρχή πρέπει να αποδείξει ότι δεν αντιμετωπίζει τα ζώα ως άξια υποτίμησης, καθώς ο νομοθέτης απέδειξε, έστω και στον μέχρι σήμερα βαθμό, ότι τα ζώα χρήζουν άμεσης προστασίας”, επισημαίνει.
Επίσης, η ταλαιπωρία ενώπιον των Αρχών, η υποχρέωση επώνυμης κατάθεσης και το ενδεχόμενο κόστος των δικαστικών εξόδων οδηγούν αποτρεπτικά στην καταγγελία.
“Ιδανικά θα έπρεπε να συσταθεί σώμα Αστυνομικής Αρχής Προστασίας Ζώων“, προτείνει η κα. Ανδρέου, όσον αφορά σε μια αποτελεσματική λύση.
Τα κενά
Τα νομοθετικά κενά, τα οποία εντοπίζονται στον παρόντα νόμο για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ζώων σε μια υγιή και ασφαλή διαβίωση, φανερώνουν την προβληματικότητα του συστήματος. “Η ενδεχόμενα ανεπαρκής και μη προσήκουσα ανταπόκριση των Αρχών στο καθήκον να ερευνούν ακόμα και όσα λαμβάνουν υπόψη με δική τους γνώση, ή η ενδεχόμενη επιλογή τους να δώσουν προτεραιότητα στη διερεύνηση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να πυροδοτήσει την υποτίμηση και απαξίωση της ανάγκης προστασίας των ζώων, αντίθετα στο γράμμα και το σκοπό του Ενωσιακού και Εθνικού Νομοθέτη”.
Εκτός λοιπόν από την επιλεκτική εκδίκαση υποθέσεων και ο χρόνος εκδίκασης λειτουργεί κατασταλτικά, καθώς υπάρχει αρκετή καθυστέρηση, καταλήγει η κα. Ανδρέου.